Αύγουστος τέλη του 80 ήταν και βρισκόμουν στην Αμερική για ένα προπαρασκευαστικό μάθημα στο Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ, φιλοξενούμενος από έναν φίλο του πατέρα μου, τον Σωτήρη.
Ο Σωτήρης που είχε φύγει από την Ελλάδα σαν ακόλουθος της Πρεσβείας μας στην Νέα Υόρκη, είχε υπηρετήσει αρκετά χρόνια εκεί και παίρνοντάς την σύνταξή του, αποφάσισε πως δεν θα μπορούσε να γυρίσει ποτέ πίσω, μιας και είχε κάνει την οικογένειά του εκεί και είχε προσαρμόσει τα χούγια του ανάλογα.
Με αυτό το δυνατό κονέ, καταφέραμε και πήρα μια multiple indefinate visa πράγμα που σήμαινε ότι μπορούσα να σουλατσάρω στην Αμερική όσο γούσταρα και επίσης πως μπορούσα να κάνω και τις εκδρομές μου στο Μεξικό και τον Καναδά.
Παρέα έκανα με τον γιό του Σωτήρη, τον Λάμπρο, τότε είμαστε και οι δύο 18άρηδες, αυτός κάτι μήνες παραπάνω.
Ο Λάμπρος ήταν τότε αυτό που λέμε -πολύ αλάνι- (σήμερα είναι ιδιοκτήτης μεταφορικής εταιρείας με κάτι νταλίκες 40 μέτρα η κάθε μία που οργώνουν την Αμερική καθέτως και οριζοντίως) και επειδή ψιλοδούλευε τα καλοκαίρια και στις διακοπές του, είχε καβατζάρει αρκετά λεφτά για να πάρει δικό του αμάξι.
Για εμένα, που προερχόμουν από μια στερημένη Ελλάδα, το Pontiac Parisienne που οδηγούσε ήταν πέρα από κάθε φαντασία.
Το Πόντιακ παρίζιεν, είναι κατα βάση ένα Σεβρολέ Ιμπάλα, με διαφορετικά καθίσματα και πιό πολυτελές – κάτι σαν τα Πασάτ και τα Α4 της Αουντι σαν να λέμε- και τότε, ίσως ακόμα και τώρα, ήταν πολύ της μόδας να κάνουνε μετατροπές στα Πόντιακ με κινητήρες από Αστυνομικά Σεβρολέ.
Η ιστορία με τα Αστυνομικά Σεβρολέ πάει πολύ πίσω, καθώς σε κάθε παρτίδα, υπήρχε μια σύμβαση να βγαίνει και ένα μοντέλο αποκλειστικά για την Αστυνομία.
Οι διαφορές του ήταν στην ιπποδύναμη (ισχυρότερο) στο σαζμάν, τις αναρτήσεις και τα δεσίματα, ώστε να αντέχουν, αλλά και να είναι πολύ αποδοτικά σε καταδιώξεις και γενικά αστυνομικές δουλειές.
Έτσι λοιπόν, όταν τα αυτοκίνητα αυτά έκλειναν τον κύκλο τους, έβγαιναν στο σφυρί, βαμμένα ακόμα με τα αστυνομικά χρώματα και ήταν ότι καλύτερο για κάποιον που ήθελε μια βάση να χτίσει το πιο παλαβό του όνειρο.
Δεδομένου ότι ο Λάμπρος είχε δίπλωμα από τα 16 και λεφτά από τα 15, είχε πάρει ένα Παρίζιεν – γιατί ο πατέρας του ήθελε να έχει κάτι “μεγάλο” μη σκοτωθεί και στην αρχή ένοιωθε σαν βλάκας καθώς το Πόντιακ ήταν κυρίως αμάξι για παππούδες.
Αργότερα όμως βρήκε την περίπτωση με τα αστυνομικά, χτύπησε ένα για 400 δολάρια και έδωσε και άλλα 300 για να το κάνει πύραυλο.
Ετσι το Παρίζιεν του Λάμπρου, απέκτησε έναν V8 7.400 κυβικά με αυτόματο σαζμάν που το έλεγαν τούρμπο μάστερ και έβγαζε – αυτό το νούμερο το είχα πρωτοακούσει σαν μαχαιριά στο μυαλό μου – 400 άλογα.
Τετρακόσια άλογα στο δεξί πόδι.
Θυμάμαι, πάταγε το γκάζι και το αυτοκίνητο σηκωνόταν όρθιο .
Ηταν βράδυ του Αυγούστου λοιπόν, δεν έκανε και τρελή ζέστη για την εποχή (Αμερική γαρ) και είχαμε καβατζάρει κάτι μπύρες από το ψυγείο, τις οποίες πίναμε στα κεραμίδια του σπιτιού παρέα με τσιγάρα Craven A, που είχα φέρει εγώ σε κούτες από το αεροδρόμιο.
(Τα κρέηβεν είναι καναδέζικα και ήταν πολύ της μόδας τότε στην Αμερική, κυρίως λόγω του πακέτου τους, που ήταν κάτι σαν τη δική μας καασετίνα).
Καθόμαστε λοιπόν εκεί στο σούρουπο, γύρω ακούγαμε παιδιά να παίζουν, ο δρόμος άρχιζε να σκοτεινιάζει, από κάτω ετοιμαζόταν το φαί, και λέγαμε αερολογίες για να περνάει η ώρα.
Γκόμενες, αυτοκίνητα, ιστορίες γενικά.
Δεν θυμάμαι ακριβώς πως ήρθε η κουβέντα στο Τεννεσί, αλλά είχαμε μια συζήτηση για το Ρουτ 66 και πως είναι η φάση με τα μοτέλ, τους νταλικέρηδες, τα ύποπτα μοτέλ, τέτοια πράματα και κάπως βγήκε το σχέδιο του ταξιδιού.
Άλλο που δεν ήθελα εγώ, άλλο που δεν ήθελε και ο Λάμπρος, αρχίσαμε να το τεντώνουμε, με ιδέες, σαχλαμάρες και διάφορα τέτοια όνειρα του ξύπνιου που λένε, μέχρι που κατεβήκαμε από τα κεραμίδια για να φάμε.
Τέλος πάντων, είχα και διάβασμα να κάνω, δεν θυμάμαι τι άλλο έγινε εκείνο το βράδυ, πέσαμε για ύπνο και το επόμενο πρωί που σηκώθηκα, ο Λάμπρος είχε γίνει καπνός από τα χαράματα.
Μεσημέριασε και εκεί που καθόμουν στο δωμάτιο και έπαιζα ουφάκια (τα ηλεκτρονικά παιχνίδια της εποχής, με κάτι ελεεινά γραφικά όπου είχες εσύ ένα πράγμα σαν Ω ελληνικό που πέταγε κάτι Ι και σκότωνε κάτι Λ από πάνω, για τόσο αίσχος μιλάμε), άκουσα την Πόντιακ να μπαίνει στο δρομάκι του σπιτιού.
Ψιλοχάζεψα λίγο ακόμα στον υπολογιστή και μπαπ ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο δικός σου, με κάτι γυαλιά ρέη μπαν μπλουζ μπράδερς, εκείνα τα πεταλουδωτά, και μια σακούλα πράματα στο χέρι.
Τι έγινε ρε; του λέω, που χάθηκες όλη μέρα.
Με κοιτάει πίσω από το γυαλί ο Λάμπρος και κάθεται.
Ρε συ (το χαιρόμουνα στην Αμερική το ρε συ που λέγανε οι Έλληνες, γιατί δεν είχαν το μαλάκα ψωμοτύρι όπως εμείς), ρε συ μου λέει, πόσα λεφτά έχεις; σύνολο, όλα.
Τι ρωτάει ο άνθρωπος σκέφτηκα…
Όλα μου τα λεφτά ήταν χίλια οκτακόσια δολάρια, ο πατέρας του μου τα είχε δώσει και αντίστοιχα ο δικός μου πατέρας είχε καταθέσει στην Ελλάδα το ισόποσο σε δραχμές σε ένα λογαριασμό που είχαν οι Αμερικάνοι για τις διακοπές τους.
-Χιλια οκτακόσια του λέω, τι έγινε? τράκαρες το αμάξι? (τι άλλο να σκεφτώ).
-Οχι ρε, άκου. Τι λέγαμε χθες;
-Τι λέγαμε χθες;
-Ρουτ 66?
-Ε ναί, ρουτ 66 και λοιπόν;
Τώρα που θα φύγουν οι δικοί μου για το Μαϊάμι – το είχανε το χόμπι αυτό οι Μακρήδες, κάθε τέλος Αυγούστου πηγαίνανε στο Μαϊάμι, τύπου διακοπές- τώρα λοιπόν που θα φύγουν οι δικοί μου για το Μαϊάμι, εμείς θα πάμε με το αμάξι ρουτ 66.
Ναί καλά είπα εγώ και στο δρόμο θα παίξουμε και στο Λας Βέγκας να πάρουμε το ΤζακΠοτ… Τι λες μωρέ; έχεις επαφή;
Τσακ κάνει μια ο Λάμπρος, ανοίγει ένα χάρτι σαν σεντόνι και αρχίζει, εδώ είμαστε, έτσι θα κατέβουμε, εκεί θα βγούμε, τόσο από το 66 θα κάνουμε εδώ, τόσο από το 66 θα κάνουμε εκεί, έδειχνε με το δάχτυλο σημεία, κοίταγα εγώ με γουρλωμένα μάτια, έλεγε τα δικά του, έφτασε το δάχτυλο στο Τέξας.
-ΡΕ ΕΙΣΑΙ ΠΑΛΑΒΟΣ; αυτό που λες είναι εξωφρενικό, αυτές οι διαδρομές θέλουν μήνες, έχεις ρε επαφή;
-ΤΕΝΕΣΗ ΡΕ ΦΙΛΕ, ΡΟΥΤ 66, ΣΜΟΚΥ ΜΑΟΥΝΤΑΙΝΣ…. έλεγε, έλεγε….
-ΡΕ ΤΙ ΛΕΣ? του είπα εγώ.
Βρήκα στο χάρτη το Σικάγο και χτύπησα το δάχτυλό μου επάνω του πολλές φορές.
ΣΙΚΑΓΟ, ξεκινάει από ΕΔΩΩΩΩΩΩ εμείς είμαστε ΕΔΩΩΩΩΩΩ και του έδειχνα το Κονέκτικατ, πρέπει να πάμε ΠΡΩΤΑΑΑ ΕΚΕΙΙΙΙΙΙ (χτύπαγα το Σικάγο) και μετά έκανα τη διαδρομή με το δάχτυλό μου, περνώντας ΕΦΤΑ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ και να φτασουμε ΕΔΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ έδειχνα την ακτή του Λος Αντζελες.
-Ε καλά, δεν είναι ανάγκη να το κάνουμε και ΟΟΟΟΟΛΟ είπε αφοπλιστικά ο Λάμπρος… Πάμε ΜΟΝΟ μέχρι το Τενεσή που λέγαμε εχθες και γυρίζουμε!
-ΡΕ ΠΛΑΚΑ ΜΟΥ ΚΑΝΕΙΣ; ΤΟ ΤΕΝΕΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΡΙΝ το ΡΟΥΤ 66.
-ΤΟ ΡΟΥΤ 66 Δ Ε Ν Π Ε Ρ Ν Α Ε Ι από το Τενεσή.
Reality Check
-Δες το χάρτη, ΕΔΩΩΩΩΩΩ Τενεσή, ΕΚΕΙΙΙΙΙΙ ρουτ 66. ΕΔΩΩΩΩΩΩΩΩΩ ΚΟΝΕΝΤΙΚΑΤ…. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Α Σ Χ Ε Τ Ο….
Ο Λάμπρος κρέμασε τους ώμους του και έκατσε να κοιτάει το χάρτη.
Και δεν γίνεται να πάμε τσακ μια έτσι προς τα κάτω να πάμε στο Τενεσή; με ρώτησε και αναρωτήθηκα αν υπήρχε περίπτωση να είναι καθυστερημένος….
Ωραία, άντε και πες οτι πάμε μέχρι ένα σημείο, συμβιβάστηκα για να τον γλυκάνω, εγώ ρε, πότε θα διαβάσω;
Στο αμάξι ρε, θα κάθεσαι και θα διαβάζεις όσο τραβάει η όρεξή σου.
-ΜΠΑ, είπα αυθόρμητα, και να χάσω όλη τη δράση;
ΔΗΛΑΔΗ ΘΑ ΠΑΜΕ!!!! είπε ο Λάμπρος.
Βάλε ρε φίλε το χάρτη κάτω να δούμε που μας βγάζει… ΡΟΥΤ 66 πάντως ξέχνα το.
Να δούμε αν μας παίρνει μέχρι το παλιο Τεννεσί που έχεις φαγωθεί.
-Τι θα κάνουμε ρε στο Τεννεσί που θα πάμε; Ε?
Γύρισε τότε ο Λάμπρος με θολό μάτι, με κοίταξε και είπε Bristol Motor speedway και μου έδειξε μια αφίσα στο δωμάτιο με ένα Nascar Σεβρολέ
-Τρέχει ο Ντέηλ Ερνχαρντ εναντίον του Ράστυ Γουάλας.
Ο μεγαλύτερος αγώνας της χρονιάς στο Νασκαρ.
Τότε ήταν που άκουσα μέσα στο μυαλό μου μια φωνή σαν από μεγάφωνο να λέει: AND THEY ‘RE OFF…..
Κάτσε ρε Λάμπρο, περίμενε, δεν γίνεται έτσι, ΝΑ ΤΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΟΥΜΕ ΣΩΣΤΑ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ… είπα και πήρα τον χάρτη στα χέρια μου….
Από τη στιγμή εκείνη και μετά ειχα ψηθεί.
Ήμουν έτοιμος να ζήσω το ταξίδι, αν και στα μάτια μου έμοιαζε ξενέρωτο.
Οκ, καλό ήταν να δούμε από κοντά τα τέρατα, πασίγνωστη και γρήγορη πίστα το Τενεσή, οβάλ από τις δύσκολες, ήταν και ο Ράστυ που έκανε τα πρώτα του βήματα και διεκδικούσε σθεναρά τίτλο, αλλά το υπόλοιπο κομμάτι, μπροστά στην σκέψη του Ρουτ 66, έμοιαζε βαρετό.
Έμοιαζε βέβαια, γιατί η διαδρομή Κονέκτικατ, Τεννεσί, δεν έχει γίνει τραγούδι, δεν έχει καμία ιστορία και φυσικά είναι ένα σύμπλεγμα από αυτοκινητόδρομους, όπου μπαίνεις – βγαίνεις, τελείωσες.
Όπως και νάχει όμως, τα βράδια ανεβαίναμε στα κεραμίδια, κλέβαμε από το ψυγείο τη μπυρίτσα μας ή αν έπιανε ζέστη καβατζάραμε ένα γαλόνι πορτοκαλάδα με πάγο και κάναμε σχέδια.
Διαδρομή, ιδανικός χρόνος, οι μηδενικές πιθανότητες να οδηγήσω το τέρας, ύπνος, φαγητό, αποστάσεις, όλα στο θεωρητικό, όλα λυμένα και τακτοποιημένα στο κεφάλι μας, ένα τόλμημα που ακόμα και Αμερικάνοι το θεωρούσαν δύσκολο, για εμάς ήταν “ένα τσιγάρο δρόμος”
Είχα προσπαθήσει για την εβδομάδα που έρχονταν να καλύψω όσο το δυνατόν πιο πολύ διάβασμα από ότι θα έχανα την εβδομάδα του ταξιδιού, οπότε έλειωνα όλο το πρωί και το βράδυ έπαιρνα αναφορά από τον Λάμπρο, σε ένα τσεκ λίστ που είχαμε φτιάξει, σχετικά με τις προετοιμασίες της ημέρας για το ταξίδι.
Ο Λάμπρος ήταν – και είναι- μεγάλος τεμπέλης, οπότε τον είχα βάλει σε πολύ στενό μαρκάρισμά ως προς τις προετοιμασίες, κυρίως επειδή ήξερα ότι κάποια βλακεία θα κάνει και θα καταλήξουμε ή στη φυλακή αυτός και εγώ πίσω στην Ελλάδα αρον-άρον, ή στην καλύτερη να μας μαζέψει κανας φορτηγατζής από μέση του πουθενά, που θα έχουμε μείνει από λάδια, καύσιμα, νερά, λάστιχο ή οτιδήποτε άλλο.
Τον είχα βάλει τον κακομοίρη να κάνει σέρβις σε ένα τοπικό Citgo και ήμουν ήρεμος, τουλάχιστον πως θα φεύγαμε με καθαρά λάδια, φίλτρα και έλεγχο για τις διαρροές.
Επίσης είχε αλλάξει δυό πισινά λάστιχα, τι είχε αλλάξει δηλαδή, μεταχειρισμένα είχε βάλει ξανά, αλλά με λιγότερα μίλια από τα ρημάδια που φόραγε.
Είχαμε οργανώσει και ένα ψυγειάκι με παγοκυψέλες, που είχε μέσα πέπσι και νερά καθώς ανήλικος και μπύρα στο δρόμο, ούτε λόγος.
Χαϊλαϊτ του Λάμπρου ήταν που είχε πάρει πρωτοβουλία και είχε έρθει με δυό τεράστιες σακούλες πατατάκια, μαρς μπαρς και δεν ξέρω για ποιό λόγο με δυό πακέτα κάλτσες άσπρες αθλητικές…
Με αυτά και με άλλα, ήρθε η ώρα που πήγαμε τους “γέρους” στο αεροδρόμιο, υποσχεθήκαμε ότι θα είμαστε καλά παιδιά, θα τηλεφωνούμε κάθε βράδυ στις 10.00 ακριβώς ή περίπου τέτοια ώρα εκτός και αν το ξεχνάγαμε, ότι θα βγάζουμε τα σκουπίδια και δεν θα βρωμήσει το σπίτι, ότι δεν θα κάνουμε πάρτυ με ποτά και ιδίως με ναρκωτικά και πως άν τελικά κάνουμε πάρτυ θα έχει λίγα ποτά και δεν θα ενοχλήσουμε τους γείτονες, και πως αν ενοχλήσουμε τους γείτονες δεν θα βρεθούμε σε δυσάρεστη θέση και επιτέλους ΟΥΦ, πως θα παίρνω και εγώ τους δικούς μου να τους μιλάω και δεν θα κάνω τον βαρύ άντρα, ναί υπόσχομαι, γειά σας, καλά να περάσετε, στο καλό….
Μακρύ σπινιάρισμα έξω από το αεροδρόμιο, αγώνας δρόμου μέχρι το σπίτι, ο ένας ανέλαβε τον πάνω όροφο, ο άλλος το ισόγειο, κλείσαμε αμπαρώσαμε, σφραγίσαμε και αναχωρήσαμε σε χρόνο DT και στο καπάκι επίσης ξαναγυρίσαμε πίσω να πάρουμε τις παγοκυψέλες για το ψυγείο, αλλά αποφασίσαμε ότι αφού θα κρατήσουν λίγο καλύτερα θα είναι να μην τις έχουμε μαζί μας και μάλλον είναι καλύτερα να γεμίσουμε πάγο από την αρχή και να αδειάζουμε το νερό σε κάθε στάση και να βάζουμε νέο πάγο μέσα μαζί με τις προμήθειες που θα ανανεώνουμε και έτσι ξαναφύγαμε.
Για να ξαναγυρίσουμε γιατί είχαμε ξεχάσει να πάρουμε μαζί μας τον μεγάλο χάρτη, που τελικά μας ήταν άχρηστος γιατί πουλάγανε τέτοιους σε κάθε βενζινάδικο και τελικά ξαναφύγαμε, αλλά στο δρόμο είδαμε και μια γκομενίτσα του Λάμπρου που δεν τα είχανε χαλάσει και δεν είχε γίνει τίποτα, αλλά σταματήσαμε να της πούμε ότι τελικά φεύγουμε και τότε αυτή μας είπε πως δεν νομίζει πως αυτό που πάμε να κάνουμε είναι καλή ιδέα και εμείς της είπαμε ότι, τι ξέρει αυτή από τέτοια, εμείς θα τα καταφέρουμε και αυτή κούνησε το κεφάλι και μας είπε – καλό δρόμο- και εμείς ξαναφύγαμε και υποσχεθήκαμε ο ένας στον άλλο, πως ΟΚ, φεύγουμε τώρα, ότι και να έχουμε αφήσει πίσω δεν γυρνάμε, ναί έτσι είναι, και πάμε τώρα εμείς φύγαμε…
Και φτάσαμε κάπου 35-40 μίλια μακρυά από το σπίτι και λέει ο Λάμπρος τότε… μπράδερ, το στομάχι μου πονάει, ίσως φταίει που έκανα σκιπ το πρωινό για να πάμε τους δικούς μου στο αεροδρόμιο, I gotta go, I GOTTA GO NOW και σταμάτησε στην άκρη του δρόμου, και έφυγε βολίδα για κάτι δέντρα, όπου και εξαφανίστηκε…
Περίμενα κανα 10 λεπτο και δεν είχε έρθει ακόμα, οπότε βγήκα να λιαστώ λίγο και να χαζέψω, οπόταν και τον άκουσα να φωνάζει πίσω από τα δέντρα.
Πήγα κοντά και ρώτησα τι έγινε και τότε μου είπε, ΧΑΡΤΙ ΔΕΝ ΠΗΡΑΜΕ, ΧΑΡΤΙ god dammit….
Και έτσι χωρίς να σας περιγράψω λεπτομέρειες, σε εκείνη την πρώτη στάση του ταξιδιού μας, χρησιμοποιήθηκε το πρώτο ζευγάρι άσπρες βαμβακερές κάλτσες από το πακέτο που είχε φέρει μαζί με τα άλλα πράγματα…
Το συνολικό ταξίδι στο πήγαινε, το είχαμε υπολογίσει να κρατήσει 3 μέρες, με οδήγηση περίπου 300-350 μίλια την ημέρα.
Για τα Αμερικάνικα δεδομένα, ο μόνος κίνδυνος που διατρέχεις διανύοντας τέτοιες αποστάσεις σε αυτοκινητόδρομους, είναι να πεθάνεις από βαρεμάρα.
Σας μιλάω για ατέλειωτες ευθείες, ελάχιστες κατηφόρες και ανηφόρες, και ειδικά με ένα αυτοκίνητο σαν το Πόντιακ, το οποίο είχε από τότε cruise control, η υπόθεση φάνταζε να είναι παιχνιδάκι.
Πραγματικά από τα πρώτα κιόλας μίλια, κατάλαβα ότι στην Αμερική, τα πράγματα φτιάχνονται έτσι για κάποιο λόγο.
Το τεράστιο γοτθικού ρυθμού αυτοκίνητο, με σταθερή ταχύτητα 60 μίλια, δούλευε στις 1.800 στροφές και ένοιωθες πως άνετα θα μπορούσες να έχεις φορτώσει επάνω και το άγαλμα της ελευθερίας, ή να τραβάς το μισό Μανχάταν μαζί σου και να μην καταλάβει μία.
Σε αυτούς τους δρόμους, τέτοιο αυτοκίνητο πρέπει να έχεις. Μάλιστα πιστεύω ότι πρέπει να υποστηριχθεί αυτή η άποψη και από νόμο, που να σε υποχρεώνει να κυκλοφορείς με μαούνα αν πας στην Αμερική για διακοπές.
Είχαμε αράξει στην άπλα του ενιαίου μπροστινού καθίσματος, ο λεβιές ταχυτήτων ήταν στο τιμόνι και σκαλίζαμε το ραδιόφωνο, παίζοντας με τους σταθμούς.
Εκείνη την εποχή, ήταν τρομερό σουξέ οι Heart με το Alone, οι Bon Jovi με διάφορα ωραία που δεν θυμάμαι, αλλά κυρίως είχαμε λιώσει μια κασέτα που είχα φέρει μαζί μου εγώ, που περιείχε το τιριρίνι, το αγαπημένο μας τραγούδι.
Οταν πέφταμε ψυχολογικά, η ατάκα ήταν βάλε τιριρίνι.
(ΣΗΜ. Το τιριρίνι ήταν το Final CountDown των Europe, που είχε γίνει άπαιχτο σουξέ κυρίως από το Eurobasket εκείνου του καλοκαιριού, σχεδόν εθνικός ύμνος των Ελλήνων στην Αμερική, και το λέγαμε τιριρίνι, επειδή έτσι ξεκινάει με το συνθεσάϊζερ να κάνει αυτόν τον ήχο).
Μετά από πολύ Brian Adams, λιγότερο Bon Jovi και απίστευτα πολύ Kenny Rogers και κάτι άλλους μπαγλαμαδερούς που ούτε έμαθα ούτε θέλω να μάθω ποιοί ήταν, ρίχναμε και ένα τιριρίνι, ανοίγαμε τα ηλεκτρικά παρακαλώ, παράθυρα να ξεντουμανιάσει το αυτοκίνητο από τα ασταμάτητα τσιγάρα που καπνίζαμε και κάναμε και τη σχετική καφρίλα με το κεφάλι έξω από το παράθυρο να ανεμίζει το μαλί και ξανά προς τη δόξα τραβάγαμε.
Την Νέα Υόρκη, την είχαμε φάει σε DT, έτσι και αλλιώς αυτό ήταν το εύκολο μιας και κάθε Σαββατοκύριακο κατεβαίναμε για βόλτα.
Εκεί που βγήκε βαρεμάρα ήταν στους Interstate μέχρι τον Εξπρές (δεν θυμάμαι ποιός ήταν ο 98 ή κάποιος τέτοιος) και εκεί το πρόγραμμα προέβλεπε στάση και ανάπαυση σε ότι χωριό, μοτέλ ή truck rest βρίσκαμε γιατί το επόμενο κομμάτι ήταν ο γίγας 81, με τα 600 μίλια του μέχρι τη Βιρτζίνια και το Τεννεσί.
Κάπου εκεί λοιπόν, σταματήσαμε να το διαπραγματευτούμε μεταξύ μας.
Ήδη είχαμε αρχίσει να βαριόμαστε.
Περίοδοι με τρελό μπλα μπλα, σιωπές για μισάωρα, τραγούδια στο ραδιόφωνο, τραγούδια από την κασέτα, αλλά η βαρεμάρα ήταν μεγάλη και ούτε διπλή δόση τιριρίνι δεν μπορούσε να μας ξελαμπικάρει.
Κουβεντιάσαμε να τραβήξουμε παραπάνω το ταξίδι στο πήγαινε, αλλά φοβηθήκαμε οτι θα χάναμε τους αγώνες, οπότε μείναμε στο αρχικό πλάνο μας να πάμε σφαίρα και να επιστρέψουμε χωρίς σχέδιο κάνοντας και παρακάμψεις σε ότι μας κάνει κλικ.
Είχε πιάσει σούρουπο και η απόφαση ήταν η εξής:
Να σταματήσουμε στο πρώτο truck rest, να φάμε καμιά σαχλαμάρα και μετά να την πέσουμε στο αμάξι, ο ένας στο μπροστινό κάθισμα, ο άλλος στο πίσω, μέχρι να ξεκουραστεί ο Λάμπρος και να ξεκινήσουμε ξανά την νύχτα, όπου θα μπορούσα και εγώ να τον αλλάξω στο τιμόνι πιο εύκολα χωρίς να φοβόμαστε το Highway Patrol και τις συνέπειες που θα είχε μια επαφή μαζί τους με εμένα οδηγό.
Συνεχίσαμε για κάποια μίλια ακόμα και βρήκαμε το πάρκινγκ.
Ηταν όπως το βλέπουμε στα έργα. Ακριβώς. Το μόνο που έλειπε ήταν οι ελαφρών ηθών γυναίκες που γυρίζουν τα φορτηγά, αλλά είτε δεν είχε, είτε ήταν όλες απασχολημένες.
Γεμίσαμε το αυτοκίνητο καύσιμα, μια γελοία τιμή που δεν θυμάμαι για μια απίστευτη ποσότητα βενζίνης, παρκάραμε έξω από ένα από τα 3 εστιατόρια, ασφαλίσαμε τα λεφτά μας διασπαρμένα σε 5 διαφορετικές τσέπες και μπήκαμε στο απολύτως φτηνότερο φαγάδικο.
Μέσα ήταν μια κατάσταση αλαλούμ.
Τραπέζια να κοιτάνε την τζαμαρία, ένας πάγκος για παραγγελίες και πίσω η κουζίνα, κλασικές σερβιτόρες με ποδιές για παραγγελία, νταλικιέρηδες, κάτι άλλοι τύποι που έπιναν μπύρες και ένα τζουκ μποξ με τρομερά χιτ του 40 μη σου πω και του 60 αλλά όλα κάντρυ.
Φάγαμε κάτι μπιφτέκια, ήπιαμε κόκα κόλα και την κάναμε για το αμάξι, θυμίζοντας ο ένας στον άλλο μετά τον ύπνο να αλλάξουμε τον πάγο στο ψυγείο πριν φύγουμε.
Την πέσαμε στα καθίσματα, σκοτάδι δεν είχε, άναβαν και κάτι λάμπες νέον από τα μαγαζιά, είχαμε και υπερένταση από το ταξίδι, αργήσαμε να λαγοκοιμηθούμε αλλά τελικά μας πήρε ο βαρύς ύπνος.
Ξυπνήσαμε πανικόβλητοι από ένα ντουκ ντουκ σε ένα από τα παράθυρα.
Σηκώθηκα και αμέσως τυφλώθηκα από τον ήλιο.
Κατάλαβα ότι ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα, γιατί το λίγο που είχαμε αφήσει τα τζάμια ανοιχτά δεν έφτανε για σωστό εξαερισμό.
-Μάγκα μου Αστυνομία είπα.
-Οχι ρε γαμώτο είπε ο Λάμπρος.
Σηκωθήκαμε και διστακτικά βγήκαμε έξω από το αμάξι.
-Ούτε ψηλά τα χέρια, ούτε τίποτα.
Δεν ήταν η αστυνομία.
Ήταν η πρωινή βάρδια στο εστιατόριο, που ήθελαν να τους αδειάσουμε τη γωνία.
Είχαμε φάει σερί μια νύχτα ύπνο και μάλλον, τώρα που το σκέφτομαι, πρέπει να είχαμε πάθει και καμιά ψιλοασφυξία από την ζέστη στο αμάξι και τον μηδενικό εξαερισμό.
Ήμουν τόσο ζαλισμένος, το ίδιο και ο Λάμπρος που δεν είχαμε διάθεση να μανουριάσουμε, στο κάτω κάτω καλό μας έκαναν οι άνθρωποι.
Ανοίξαμε τα τζάμια μέχρι τη μέση να πάρει το αμάξι αέρα, σηκώσαμε το πορτ μπαγκαζ, αλλάξαμε φανέλες και κρεμάσαμε τις παλιές στα πίσω τζάμια να στεγνώσουν και μπήκαμε πάλι στο εστιατόριο για καφέ, ΝΕΡΟ, τουαλέτα, πάγο στο ψυγείο, βούρτσισμα τα δόντια στην τουαλέτα του μαγαζιού και αναχώρηση για τον μεγάλο και μακρύ 81.
Μπήκαμε στο αμάξι και με τα τζάμια κατεβασμένα, ξεκινήσαμε με σκοπό να κάνουμε όλα τα μίλια μονορούφι και έτσι να κερδίσουμε και μια μέρα, αν τα καταφέρουμε τελικά.
Έτσι για να ανέβει το ηθικό βάλαμε και ένα τιριρίνι να παίζει στο κασετόφωνο…
H διαδρομη μέχρι το Τενεσή, πέρασε μέσα στην απόλυτη βαρεμάρα.
Ο interstate είναι ένας μακρύς, εύκολος δρόμος με ελάχιστη διαφοροποίηση από κάθε κλασικό δρόμο της Αμερικής.
Στο αυτοκίνητο επικρατούσε ηρεμία, οι κασέτες είχαν παιχτεί και ξαναπαιχτεί, τα τσιγάρα είχαν τελειώσει εδώ και ώρα και προσπαθούσαμε να κρατήσουμε έναν σταθερό ρυθμό στην οδήγηση ώστε κάποια στιγμή να τελειώσει αυτό το μαρτύριο.
Τα μίλια πέρναγαν και το απόγευμα είχε αρχίσει να ρίχνει απαλές νότες του πορτοκαλί στο τοπίο γύρω μας ενώ ο ήλιος είχε κατέβει αρκετά χαμηλά ώστε να μην είναι ενοχλητικός στα μάτια.
Είχαμε αποφασίσει πως το βράδυ, αν δεν έχουμε φτάσει σε κάποιο σημείο του Τενεσή, θα σταματήσουμε στο πρώτο rest area για μια ώρα ύπνο και μετά καπάκι ξανά στο δρόμο.
Αποφασίσαμε να παίξουμε όλα τα παιχνίδια του ταξιδιού που ξέραμε, λες μια λέξη και ο άλλος λέει μία που να ξεκινάει από το τελευταίο γράμμα της, ένα άλλο που λες μια ταινία και πρέπει ο άλλος να βρει τρεις ηθοποιούς που έπαιξαν, αναλύσαμε όλα τα αυτοκίνητα της εποχής, κάναμε για λίγο τους ουραγούς σε μια παρέα από Χαρλεάδες, αλλά τελικά τους προσπεράσαμε γιατί μας κοίταγαν λοξά, εγώ έκανα καθαριότητα στο αυτοκίνητο μαζεύοντας τα σκουπίδια σε μια σακούλα και μετά καθάρισα με wet ones τα καθίσματα και μετά μείναμε σιωπηλοί και βαριεστημένοι ώσπου καταλάβαμε πως δεν έχει τίποτα το μαγικό να γυρνάς πλέον στον κεντρικό δρόμο και να ψάχνεις την περιπέτεια.
Πιάσαμε κουβέντα βλέποντας τον χάρτη.
Είχαμε περάσει ένα σωρό χωριά και μικρές πόλεις, που δεν βλέπουν καν τον αυτοκινητόδρομο.
Απλά τα είχαμε αφήσει πίσω μας, βλέποντας μόνο τις εισόδους τους στην άκρη του δρόμου.
Αποφασίσαμε στην επιστροφή, όπου θα είχαμε και χρόνο, να τσεκάρουμε μερικά από αυτά, βγαίνοντας από τον μεγάλο δρόμο και να μείνουμε ή οχι αναλόγως του ενδιαφέροντος που θα έδειχνε η περιοχή.
Είχαμε αρχίσει πάλι ένα ηλίθιο παιχνίδι αριθμών, όταν η πρώτη ταμπέλα έδειξε πως φτάναμε.
Ήταν σαν να είχαμε φάει έναν κουβά νερό στη μούρη.
Ξυπνήσαμε αμέσως, ανασηκωθήκαμε στα καθίσματα και ανοίξαμε τα παράθυρα.
Μας χώριζαν μόλις 15 μίλια από το Τενεσί.
Δυστυχώς όπως διαπίστωσα βλέποντας τον χάρτη, ήταν 15 μίλια, μέχρι τα σύνορα.
Η διαδρομή θα τράβαγε αρκετά ακόμα.
Ξαναπέσαμε πίσω στα καθίσματα και συνεχίσαμε το διαδρομή, με μια μικρή στάση για βενζίνη και κατούρημα.
Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι.
Εκτός από τον αγώνα με τα αυτοκίνητα, όλο αυτό το ταξίδι μου φαινόταν πλέον πολύ κακή ιδέα.
Εξανεμίζαμε χρήματα σε βενζίνες, χάναμε χρόνο σε ένα αυτοκίνητο, προχωράγαμε για να προχωράμε και στην τελική, εγώ, μια χαρά πέρναγα και στο σπίτι, ειδικά τώρα που δεν είχαμε μεγάλους μαζί μας και θα μπορούσα να γυρνοβολάω με μεγάλη άνεση ακόμα και στη Νέα Υόρκη αν ήθελα, ακόμα και βράδυ.
Είχα τα νεύρα μου, ειδικά επειδή στο τελευταίο γέμισμα ήθελα να καθίσουμε λίγο παραπάνω, να τεντωθούμε και να χαζέψουμε, αλλά ο χρόνος και η νύχτα, πίεζαν.
Είχα και τα νεύρα μου επειδή το ραδιόφωνο πραγματικά έπαιζε ακριβώς τα ίδια και τα ίδια ανα ώρες.
Οτι σταθμό και να έβαζες σε εκείνη την περιοχή, το δίωρο ήταν στάνταρ ότι θα γυρίσει ξανά από την αρχή η ταινία.
Είχα και τα νεύρα μου επειδή καταλάβαινα από κάτι μισόλογα, πως τελικά την Πατρίσια, που γουστάραμε και οι δύο, ο καλός μου φίλος, μάλλον την είχε χουφτώσει πριν από πέντε- έξι μέρες.
Βαρέθηκα και άνοιξα το ντουλαπάκι να κάνω καθαριότητα και εκεί.
Έβγαλα έξω όλα τα χαρτιά, φυλαχτά, στυλό, τσιγάρα και αναπτήρες που είχε μέσα, τα τίναξα καλά στη σκουπιδοσακούλα μας να φύγουν σκόνες και ψίχουλα και έπιασα με το wet one να το καθαρίζω εσωτερικά.
Σχολαστικά και με αργά, κάθε γωνία, κάθε καμπύλη, ακόμα και το πίσω μέρος της κλειδαριάς ώστε να φύγει και το παραμικρό ίχνος από βρωμιά.
Μετά βαρέθηκα ακόμα πιό πολύ και πήδηξα στο πίσω κάθισμα για να πάρω έναν ύπνο.
Πρέπει να με πήρε βαρύς ύπνος γιατί δεν κατάλαβα πότε σταμάτησε το αυτοκίνητο.
Ξύπνησα από το σκούντημα του Λάμπρου.
– Ελα ρε τι έγινε, φτάσαμε
– Τι να φτάσουμε ρε συ, έχουμε ακόμα δρόμο. Σταματάμε όμως, δεν αντέχω άλλο, με πήρε ο ύπνος δύο φορές.
Έτσι όπως είχε ανοίξει ο Λάμπρος την πόρτα τεντώθηκα κάθετα στο κάθισμα και πήρα ανάσα για να βγω έξω.
Σηκώθηκα και κοίταξα γύρω μου.
Είχε σκοτεινιάσει πλέον και στον ουρανό έβλεπες τα πρώτα αστέρια.
Γύρω μας η κλασική διάταξη των μοτέλ του interstate.
Ενα πί από κτήρια, οι πόρτες των δωματίων στη σειρά, δίπλα τους ένα παράθυρο, μπροστά τους τα αυτοκίνητα των ενοίκων.
Στη μέση του πί, η ταμπέλα της ρεσεψιόν με το σήμα Vacancy αναμμένο και το τζάμι της να αλλάζει χρώματα ανάλογα με την ταινία που έβλεπε ο νυχτερινός υπάλληλος.
Αφήσαμε το αμάξι και μπήκαμε στη ρεσεψιόν.
Μόλις ανοίξαμε την πόρτα, από πάνω μας χτύπησε ένα καμπανάκι.
Στο βάθος ήταν ο υπάλληλος και όπως το περίμενα έβλεπε τηλεόραση.
Πλησιάσαμε και ακουμπήσαμε στον πάγκο.
Ο τύπος ήταν ένας μεξικάνος, χοντρός με τσιγκελωτό μουστάκι. Φορούσε ένα καρώ πουκάμισο τουλάχιστον ένα νούμερο μικρότερο από το μέγεθος του και τα κουμπιά μπροστά είχαν τσιτώσει έτοιμα να πεταχτούν, ειδικά στην κοιλιά του.
Στο στήθος του είχε ένα ταμπελάκι με το όνομά του. Ροντρίγκο.
Το ταμπελάκι στην Αεμρική, ήταν η πινελιά που έκανε τη διαφορά. Είτε σε βενζινάδικο, είτε σε ξενοδοχείο, είτε σε κατάστημα, όλοι φόραγαν ταμπελάκια.
Ισως σε μια προσπάθεια να γίνει ο υπάλληλος φιλικό πρόσωπο, ή ίσως για να ξέρεις για ποιόν πρέπει να παραπονεθείς στο αφεντικό.
Ο Ροντρίγκο σηκώθηκε από τον πάγκο και παρατήρησα πως δεν ήταν απλά χοντρός. Ηταν τεράστιος και ελεϊνός στην όψη.
Μου έριχνε τουλάχιστον δύο κεφάλια, άρα πρέπει να πέρναγε τα 2 μέτρα και η τεράστια κοιλιά του, τον κατέτασσε αυτομάτως στην κατηγορία των υπέρβαρων.
Εύκολα θα έκανε καλά έναν παλαιστή σούμο.
Ζητήσαμε δωμάτιο, μας ζήτησε τα λεφτά της νύχτας προκαταβολικά, του δώσαμε και κάτι παραπάνω να μας κανονίσει καμιά μπύρα και εξαφανίστηκε με βαριά βήματα στο πίσω μέρος για να επιστρέψει με δυό παγωμένες Bud, από αυτές που δεν θέλουν ανοιχτήρι για να βγάλεις το καπάκι.
Πήραμε το κλειδί του δωματίου και βγήκαμε έξω.
Ο Λάμπρος πήγε προς το αμάξι για να το φέρει μπροστά στην πόρτα και εγώ περπάτησα μπροστά από τα υπόλοιπα δωμάτια του πί, περνώντας μπροστά από τα παράθυρα των προσωρινών συγκατοίκων μας.
Ετσι όπως πέρναγα δίπλα από τις κουρτίνες, έκλεβα λοξές ματιές από την χαραμάδα που άφηναν, παρατηρώντας τα δωμάτια και του ενοίκους τους.
Μερικά ήταν σκοτεινά, μερικά είχαν φως από τηλεοράσεις, ένα δύο, είχαν την κουρτίνα ανοιχτή όπως και το παράθυρο και μέσα τους κάποιο ζευγάρι κουβέντιαζε ή άνοιγε μια βαλίτσα.
Ασυναίσθητα, άνοιξα τη μία μπύρα και έβαλα το καπάκι στην τσέπη μου.
Στάθηκα όρθιος και ήπια δύο γουλιές.
Κοίταξα τον ουρανό ξανά και περπάτησα αργά.
Που βρισκόμαστε ε; Στη μέση του πουθενά. Ένα σωρό άνθρωποι ο καθένας με τη δική του ιστορία και τη δική του πορεία. Άλλον τον κερατώνει η γυναίκα του, άλλος χρωστάει, άλλος ταξιδεύει για να πουλήσει πράματα, άλλος ταξιδεύει για να ξεφύγει.
Παράλληλα με τι δική μας ζωή, χιλιάδες, εκατομμύρια άλλες ιστορίες περνάνε δίπλα μας, άλλες γρήγορα, άλλες αργά, μερικές τέμνουν τις δικές μας με καλή ή άσχημη κατάληξη, άλλες φεύγουν αδιάφορα.
Σκέφτηκα ότι όλα είναι τυχαία γεγονότα τελικά.
Ξυπνάς το πρωί, ντύνεσαι, βγαίνεις στο δρόμο και πας στη σχολή σου.
Παράλληλα μια γριά, έχει αποφασίσει να πάει για ψώνια.
Ένας άστεγος σηκώνεται από το πεζοδρόμιο και κατά λάθος πέφτει επάνω στη γριά.
Η γριά πέφτει στο δρόμο και εσύ τη χτυπάς με το αυτοκίνητό σου.
Έτσι στο άσχετο, έτσι στο τίποτα, μπορείς να διασταυρωθείς με χιλιάδες πιθανότητες. Ετσι στο τίποτα, μπορεί τελικά εσύ ο ίδιος να γίνεις ο καταλύτης που θα αλλάξει ή όχι τη ζωή κάποιου.
Με αυτές τις σκέψεις, συνέχισα να περπατάω προς το δωμάτιο.
Ο Λάμπρος είχε παρκάρει και είχε πάρει μέσα στο δωμάτιο τα σακίδια μας.
Η πόρτα ήταν ανοιχτή και μπήκα μέσα.
Ο Λάμπρος ήταν αραγμένος σε μια πανάθλια πολυθρόνα και κάπνιζε.
Τσάκα, φώναξα και του πέταξα τη μπύρα.
Την άνοιξε και την καπάκωσε με το χέρι για να σταματήσει να τρέχει ο αφρός.
Πέτα ένα τσιγάρο brother, μου είπε.
Έψαξα την τσέπη στο πουκάμισό μου και ήταν άδεια.
– Ρε φίλε τελειώσανε πάλι. Λες να έχει μηχάνημα στη ρεσεψιόν;
– Άντε ρε να δεις, αν δεν έχει κοίτα μπας και μπορεί να μας βολέψει ο Βρομίνγκό.
Αυτό με τα ονόματα ήταν ένα από τα αγαπημένα μας παιχνίδια. Αλλάζαμε τα ονόματα όλων των τύπων που βλέπαμε στο ταξίδι με κάτι που να κάνει αίσθηση και να φέρνει γέλιο. Σε αυτό βόηθαγαν τρελά και τα ταμπελάκια που φοράγανε όλοι τους.
Σε ένα βενζινάδικο μας είχε εξυπηρετήσει ο Αρτ.
Ενας αδύνατος ξερακιανός τύπος με γαμψή μύτη και πολύ ξινός.
Αυτός αυτομάτως βαφτίστηκε Φαρτ. (fart = πορδή).
Στο truck stop που είχαμε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ, μια από τις κοπέλες που σέρβιρε καφέ είχε ταμπελάκι Μαρθα.
Επειδή όμως φόραγε κάτι γυαλιά από ταρταρούγα και ήταν κάπως παράξενα τα αυτιά της, την είπαμε Mάρσιαν (αρειανός).
Η πλάκα με τα ονόματα ήταν πως ο ένας το έλεγε και ο άλλος καταλάβαινε ακριβώς χωρίς ερωτήσεις.
Μπήκα στη ρεσεψιόν, που ήταν όμως άδεια.
Γύρισα το βλέμμα μου γύρω γύρω και είδα το μηχάνημα με τα τσιγάρα στο βάθος, δίπλα στο κλασικό ψυγείο της Pepsi και πιό αριστερά το snack o matic, τίγκα στα πατατάκια, τις σοκολάτες και τα προκάτ πρέτζελ.
Πήγα στο μηχάνημα και άρχισα να το ταΐζω ψιλά και να τραβάω πακέτα.
Οση ώρα έμεινα στη ρεσεψιόν, δεν άκουσα ούτε είδα καθόλου τον Βρομίνγκο και συνέχισα την συγκομιδή πακέτων μέχρι που τελείωσαν τα ψηλά και με τα χέρια γεμάτα βγήκα έξω.
Μόλις έκλεισα την πόρτα και γύρισα να φύγω, άκουσα από το βάθος θόρυβο από αυτοκίνητο.
Στο σκοτάδι που είχε πέσει, είδα ένα αγροτικό όπως τα έλεγα εγώ, ή αλλιώς truck όπως τα έλεγαν αυτοί, ή τρόκι, όπως γούσταρε να τα λέει ο Λάμπρος.
Το τρόκι ήταν ένα Dodge D100 του 62, ένα από τα πιό χαρακτρηριστικά τρόκια της αμερικής που το βλέπεις παντού, κυρίως επειδή ήταν πάμφθηνο όταν κυκλοφόρησε.
Παρόλο που θα το θεωρούσε κάποιος αναιμικό (είχε έναν κινητήρα Slant Six με μόλις 140 άλογα δύναμη), κυρίως επειδή το έβρισκες παντού και κυρίως επειδή μπορούσες να το πετάξεις μέσα στο καπώ ότι γούσταρες, το D100 ήταν το αγαπημένο παιδί των muscle truckers.
Το συγκεκριμένο D100, ήταν ένα φοβερό ρημάδι, σάπιο παντού, από μπροστά έλειπε η γρίλια της μάσκας και η ανάρτησή του έτριζε όπως πλησίαζε κοντά μου.
Δεν είχα ιδιαίτερη διάθεση για επαφές, οποιουδήποτε τύπου, οπότε ξεκίνησα για το δωμάτιο και άνοιξα λίγο το βήμα μου.
Το φορτηγάκι σταμάτησε στην είσοδο της ρεσεψιόν και από μέσα βγήκε ο Βρωμίνγκο.
-Όλα καλά; μου φώναξε;
Ναί ολα ΟΚ του είπα και σήκωσα το χέρι μου να δει τα τσιγάρα. Πετάχτηκα να πάρω καπνά του είπα, όλα ΟΚ.
Και τότε είδα πως ο απατεώνας είχε στο διπλανό κάθισμα μια “ελαφριά” που είχε πάει να μαζέψει.
Τον κοίταξα και μου είπε, “είναι για άλλο πελάτη, αν θέλετε όμως θα σας έρθει μετά”
Όχι είμαστε καλά του είπα και γύρισα στο δωμάτιο.
Ο Λάμπρος είχε τραβήξει την ελεεινή πολυθρόνα κοντά στην πόρτα και είχε αράξει με τα πόδια τεντωμένα μπροστά του.
Του πέταξα ένα πακέτο τσιγάρα, άφησα τα υπόλοιπα στο δωμάτιο και τράβηξα και εγώ τη δεύτερη πολυθρόνα κοντά στην πόρτα.
Έβγαλα τα all star που φόραγα και χάρηκα που τα πήρα μαζί μου στο ταξίδι. Με τόση ακινησία και μάγκωμα στο αυτοκίνητο δεν θα την είχα βγάλει καθαρή αν είχα επιλέξει οτιδήποτε άλλο.
Ανάψαμε τα τσιγάρα μας και καθίσαμε να φυσάμε καπνό ψηλά.
-Ρε Λάμπρο, βαρέθηκα ρε φίλε. Πολύ μαλακία ο δρόμος αυτός.
-Ναί ρε, και εγώ έχω πεθάνει, αλλά σκέψου: Κατεβαίνουμε συνέχεια και ασταμάτητα. Οταν φτάσουμε, έχουμε ένα σωρό πράγματα να κάνουμε εκτός από τον αγώνα.
Μέμφις, Νάσβιλ, Νόξβιλ. Θα πάρουμε τον 40 και από εκεί και μετά βλέπουμε. Τα καλά ξεκινάνε αύριο.
– Το Μέμφις και ο Μισισιπής, πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση είπα. Θα πρέπει αύριο να κοιτάξω το χάρτη και να βγάλω ένα πρόγραμμα για μετά τον αγώνα. Το καλό είναι οτι κερδίσαμε μια μέρα. Αύριο ξυπνάμε, και σε καμιά ώρα έχουμε φτάσει. Θα έχουμε χρόνο να δούμε και τα δοκιμαστικά. Πολύ γουστάρω.
Συνέχισα να μιλάω για λίγο, μέχρι που κατάλαβα ότι ο Λάμπρος είχε κοιμηθεί στην πολυθρόνα.
Σηκώθηκα, έκλεισα την πόρτα, τον σκούντηξα να ξυπνήσει και να πάει στο κρεβάτι του και εγώ έπεσα στο δικό μου με τα ρούχα.
Άνοιξα την τηλεόραση για να χαζέψω λίγο, ενώ ό άλλος παραδίπλα είχε ήδη αρχίσει να ροχαλίζει.
Άργησα να κοιμηθώ εκείνη τη νύχτα, κυρίως επειδή είχα χορτάσει ύπνο στο αυτοκίνητο. Έπαιξα με τα κανάλια της τηλεόρασης, πήγα στο μπάνιο και έκανα ένα ντους, βγήκα έξω για λιγο και χάζεψα το κοιμησμένο μοτελ.
Το αμάξι του Βρωμίνγκο ήταν ακόμα μπροστά στη ρεσεψιόν, τα υπόλοιπα παρκαρισμένα των ενοίκων μπροστά από τις πόρτες.
Η νύχτα ήταν ζεστή.
Ο θόρυβος από τον αυτοκινητόδρομο έφτανε στα αυτιά μου αδυνατισμένος, κάπου στο βάθος ένα τσακάλι ούρλιαξε και λίγο πιό πίσω ο Λάμπρος ροχάλιζε σαν ιπποπόταμος.
Γύρισα στο κρεβάτι και σκεπάστηκα με ένα σεντόνι.
Γλάρωσα λίγο αργότερα και κοιμήθηκα βαρύς μέχρι που με ξύπνησε το φως της μέρας.
Σηκώθηκα και ένοιωσα το στόμα μου σαν τσαρούχι.
Άρπαξα από το σακίδιο την οδοντόβουρτσα και μπήκα στο μπάνιο για αυτό που έλεγα μιξ γκριλ. Μπάνιο, δόντια, λούσιμο, ξύρισμα πακέτο όλα σε ένα.
Έβαλα ένα καθαρό πουκάμισο, τύλιξα το παλιό στο σακίδιο και έριξα μια κλωτσιά στον Λάμπρο.
-Σήκω φίλε, ξημέρωσε.
Αυτός τεντώθηκε και έριξε μια κλανιά.
– Αδελφέ, φέρε λίγο καφέ και ξεκινάμε αμέσως είπε.
Βγήκα από το δωμάτιο και προχώρησα προς τη ρεσεψιόν.
Χαιρέτησα με το κεφάλι τον πρωινό υπάλληλο που τον έλεγαν Κλαρκ και πήγα προς το γνωστό μέρος με τις μηχανές πώλησης. Μπροστά από τη μηχανή του καφέ, έβαλα το χέρι στην τσέπη και έβγαλα τα λίγα ψιλά που είχαν μείνει από τη χθεσινή επιδρομή στα τσιγάρα.
Μέσα στα ψιλά ήταν και το καπάκι από την μπύρα που είχα πιεί.
Τάισα το μηχάνημα με τα ψιλά και το καπάκι τσαλακωμένο μπας και το πάρει για κέρμα, αλλά δεν είχα τύχη και πήρα δυό καφέδες της συμφοράς σε πλαστικά κυπελάκια.
Εβαλα ζάχαρη από τον πάγκο που υπήρχε δίπλα και άδειασα και το καπάκι στα σκουπίδια.
Στο δρόμο προς την έξοδο ξανακοίταξα τον Κλαρκ προσπαθώντας να βρώ ένα παρατσούκλι, αλλά δεν τα κατάφερα.
Μετά, με τον καφέ σκέφτηκα.
Κάτσαμε με τον Λάμπρο να πιούμε τους καφέδες μας και αφού μαζέψαμε τα πράματά μας, μπήκαμε στο αμάξι.
Κάναμε ένα μικρό γύρο για να αφήσουμε το κλειδί στον Κλάρκ (που ακόμα δεν είχε παρατσούκλι) και μπήκα πάλι στη ρεσεψιόν.
Η ώρα ήταν 8 και αρκετοί από τους ενοίκους ξεκίναγαν για τον προορισμό τους. Περίμενα λίγο να έρθει η σειρά μου, άφησα το κλειδί και βγήκα έξω, αποφασίζοντας πως ο Κλαρκ είναι αρκετά ασήμαντος για να έχει οποιοδήποτε παρατσούκλι. Επίσης ήταν άκυρο να τον βαφτίσω μιας και ο Λάμπρος δεν τον είχε δεί καν.
Μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε.
Η μία ώρα μέχρι την πίστα, πέρασε εύκολα και χωρίς τίποτα αξιοσημείωτο, εκτός από μια κοινή απόφαση να εφοδιαστούμε με νέες κασέτες όταν και όποτε βρίσκαμε κάποιο μαγαζί στο δρόμο μας.
Με αυτά και με άλλα, φτάσαμε στην πόλη και στρίψαμε στην έξοδο της πίστας, που είναι στο κέντρο μιας κοιλάδας.
Κατεβαίνοντας από ψηλά είχαμε την ευκαιρία να δούμε όλο το πανηγύρι από μακριά.
Στη μέση ήταν το οβάλ κατασκεύασμα με τις κερκίδες του, δίπλα του το drag strip και λίγο πιο μακριά οι εγκαταστάσεις.
Έτσι όπως το βλέπαμε από ψηλά ήταν σαν παιδικός αυτοκινητόδρομος επάνω σε γρασίδι.
Όσο πλησιάζαμε, ακούγαμε και τους θορύβους της προετοιμασίας.
Δυνατές μηχανές να δουλεύουν στο όριο.
Μαρσαρίσματα, μυρωδιές από βενζίνη και λάδι έβγαιναν στον αέρα, κάποιο μεγάφωνο φώναζε τον μηχανικό της τάδε ομάδας να πάει στη θέση του και που και πού, έβλεπες και κάποιο φορτηγό ομάδας να κάνει μανούβρα.
This is it man, είπε ο Λάμπρος. The Real thing.
Σταματήσαμε σε ένα τεράστιο πάρκινγκ, σχεδόν άδειο μιας και στα δοκιμαστικά και ειδικά τόσο νωρίς δεν πλακώνει κόσμος και αποφασίσαμε να επισκεφθούμε όλες τις εγκαταστάσεις και να πάρουμε μυρωδιά από όλες τις ομάδες, πράγμα εύκολο μιας και οι Αμερικάνικες πίστες, δεν έχουν καμία σχέση με τις Ευρωπαϊκές.
Η σχεδίασή τους είναι οβάλ και δίπλα έχουν μια μεγάλη ευθεία για Drag.
Η διαδρομή των θεατών είναι έτσι σχεδιασμένη ώστε μέχρι να πας στην κερκίδα σου, μπορείς να περάσεις μπροστά από τα γκαραζ των ομάδων και το μόνο που σε χωρίζει από τα αγωνιστικά είναι ένα μαντράκι με συρματόπλεγμα.
Πρωινό δεν είχαμε φάει εκτός από τον καφέ, οπότε αγοράσαμε δυό χοτ ντοκ και δυό κουβάδες pepsi και αρχίσαμε την περιήγηση.
Στα πάντοκ, επικρατούσε ήρεμη αναταραχή. Όλοι κάτι έκαναν, αλλά σε ρυθμούς προετοιμασίας. Καμία σχέση με τον πανικό του αγώνα.
Τα αγωνιστικά ήταν μέσα στα Box και όλοι κάτι δούλευαν επάνω τους. Που και πού, ένα από τα αμάξια έβγαινε στην πίστα.
Έκανε έναν γύρο συνήθως με χαμηλή ταχύτητα και στο τέλος της διαδρομής έμπαινε πάλι στο box.
Οι κινητήρες τους χωρίς καθόλου περιορισμούς στην εξαγωγή ή την εισαγωγή, έκαναν έναν δαιμονισμένο θόρυβο και ειδικά στο άστατο ρελαντί τους θα μπορούσες να πεις ότι μοιάζουν με ανήσυχο καιρό έτοιμο να φέρει καταιγίδα.
Ο ήλιος είχε σηκωθεί αρκετά ψηλά πλέον και η ζέστη της ασφάλτου μας ενοχλούσε στα πόδια.
Ψάχναμε μια σκιά να σταθούμε όταν είδαμε ένα Ford Thunderbird να περνάει μπροστά μας.
Ηταν κάτασπρο, είχε την οροφή κάτω και μέσα του σε άσπρα δέρματα, ήταν ο ίδιος ο Ράστυ μαζί με την γκόμενα που είχε τότε.
Ο Ράστυ δεν φορούσε το τραγιασκάκι του και οδηγούσε με πολύ χαμηλή ταχύτητα και η γκόμενα δίπλα φορούσε γυαλιά και καουμπόικο καπέλο.
Έμοιαζε με την Νταίζυ των Ντιούκς, αλλά στο ξανθό της.
Με τον Λάμπρο συνεννοηθήκαμε με τα μάτια.
Ακολουθήσαμε με τα πόδια το T-Bird μέχρι το Box της ομάδας του.
Ο Ράστυ βγήκε από το αυτοκίνητο και οι μηχανικοί του τον υποδέχτηκαν χτυπώντας τον στην πλάτη.
Η γκόμενα από δίπλα άνοιξε την πόρτα και έβαλε από το αμάξι δύο από τα τελειότερα πόδια που είχα δει ως τότε.
Από τα πέδιλα με τακούνι που φορουσε, μέχρι το τζην σορτσάκι της μεσολαβούσαν μερικές από τις πιό λαχταριστές ίντσες δέρματος ικανές να στείλουν στην κόλαση ακόμα και τον πάπα.
Μόλις τα πόδια βγήκαν από το αυτοκίνητο, ακολούθησε και το υπόλοιπο κορμί, με ένα πουκάμισο άσπρο δεμένο κόμπο στον αφαλό, ενα στήθος που θα μπορούσες να γράψεις ένα ποιήμα για πάρτη του και ένα ξανθό κεφάλι με γυαλιά ηλίου και δύο χείλη γυαλιστερά μισάνοιχτα στο δυνατό φως της μέρας.
Σκουντάγαμε ο ένας τον άλλο και κοιτάγαμε σαν χάνοι, όταν μας πήραν πρέφα τα μαστοριά και κάτι είπαν του Ράστυ.
Αυτός γύρισε, μας κοίταξε πίσω από τα σύρματα και πλησίασε τη γκόμενα.
Την πήρε αγκαλιά από τον ώμο και την παρέσυρε κοντά του δίπλα στο αμάξι.
Ετσι όπως έφευγαν, είμαι σίγουρος πως αυτή κούναγε επίτηδες τον κώλο της πολύ παραπάνω από το κανονικό της λίκνισμα.
Σπαστήκαμε με την κτητική κίνηση του Ράστυ, αποφασίσαμε από κόμπλεξ πως είναι βλάκας και γυρίσαμε από την άλλη πηγαίνοντας προς την ομάδα του Petty, που είχε ξεσκεπάσει το αμάξι που έλεγαν Firekracker ελπίζοντας να μην έχει και εκεί καμιά γκόμενα και μας διαλύσει.
Ηταν εκεί όμως μόνο το αμάξι. Ενα απίστευτο όχημα, που δεν έβγαζε καθόλου γραμμικά τη δύναμή του στο δρόμο, κυρίως γιατί ο Petty ήθελε να έχει αποθέματα στα ψηλά, ώστε να κάνει το αγαπημένο του παιχνίδι.
Να κρύβεται δηλαδή στην ουρά του αντιπάλου του και στο πρώτο λάθος να φεύγει σαν δαιμονισμένος προσπερνώντας από την εσωτερική πλευρά.
Τo FireKracker που όλοι ονόμαζαν fireFucker είχε πάρει μπροστά και στο ρελαντί μπορούσες να ακούσεις τους κυλίνδρους να δουλεύουν έναν προς έναν.
Ο δοκιμαστής μηχανικός μπήκε μέσα, ζήτησε από την ομάδα να τον κάνουν λίγο πίσω και με διάφορα μπερδέματα στην ανάφλεξη, οδήγησε σιγά μέχρι την είσοδο της πίστας.
Μπαίνοντας στην πίστα, το αυτοκίνητο βρέθηκε στο στοιχείο του.
Η πρώτη ταχύτητα στο Νάσκαρ, είναι πολύ κοντή, ίσα να τσουλήσει το αμάξι, όπως και η δεύτερη.
Η δουλειά γίνεται με την τρίτη και την τέταρτη και για αυτό το λόγο οι αγώνες έχουν και rolling start.
Με μια σκασμένη πρώτη λοιπόν και μια δευτέρα που έφερε το αυτοκίνητο στα περίπου 80 μίλια, ο δοκιμαστής, άρχισε να επιταχύνει δυνατά.
Ο ήχος που ακούστηκε ήταν ότι πιο οργασμικό υπάρχει.
Βαρύς στην αρχή με μπερδέματα, να γίνεται ουρλιαχτό στο τέλος της τρίτης και μια στριγκλιά στην τετάρτη.
Είχαμε μείνει με το στόμα ανοιχτό, ήταν η πρώτη φορά που ακούγαμε τέτοιο αυτοκίνητο να δουλεύει μόνο του στην πίστα.
Άκουγες τον ήχο του ζορίσματος όπως ανέβαινε στο εξωτερικό της στροφής και μετά με ένα ξαλάφρωμα δύναμης να κατεβαίνει προς το μέσο της ευθείας.
Κάθε πέρασμα του ήταν μια μαγική εικόνα, έτσι όπως έλαμπε στον ήλιο και έφευγε με ταχύτητα για την επόμενο στροφή.
Μείναμε εκεί να κοιτάμε σαν χαζοί, ο ήλιος έκαιγε τις μούρες μας και η άσφαλτος ζέσταινε τα all star σε σημείο βρασμού, ωσότου ο οδηγός απόφάσισε πως το αμάξι είναι ΟΚ και το ξαναγύρισε στο Box.
Φτάνοντας πάλι κοντά μας, ακούσαμε τα λάστιχα να τρίζουν όπως πλησίαζε, όπως ακούσαμε και την εξάτμιση να σκάει από τις άκαυτες των χαμηλών στροφών.
Το αγωνιστικό μοτερ έσβησε και νοιώσαμε σαν να άδειασε το κεφάλι μας από την ξαφνική σιωπή.
Μόλις ο οδηγός βγήκε, διάφοροι τεχνίτες πλησίασαν και άρχισαν να σκαλίζουν πράγματα, οπότε για εμάς δεν είχε πιά ενδιαφέρον το κόλπο.
Φύγαμε για τις κάτω κερκίδες, που είχαν αρχίσει να γεμίζουν από χασομέρηδες σαν και εμάς, που έπιναν μπύρες, ή γρανίτες, έτρωγαν corn ή hot dogs και κουβέντιαζαν μεταξύ τους.
Έκατσα σε μια δροσερή θέση και έμεινα εκεί να γουρλώνω τα μάτια μου, προσπαθώντας να τραβήξω όσο μεγάλες τζούρες από την προετοιμασία της αυριανής ημέρας.
Ξαφνικά είχε φύγει από πάνω μου όλη η βαρεμάρα του δρόμου, όλη η κούραση στην μέση μου και δεν με ένοιαζε ούτε η ζέστη, ούτε η μυρωδιά της αγωνιστικής βενζίνης και του λαδιού που γέμιζε τον τόπο.
Άναψα ένα τσιγάρο έκανα πίσω και τέντωσα τα πόδια μου.
Ο Λάμπρος δίπλα κοίταγε σαν χάνος επίσης.
Brother, είπε, this is IT.
F%ck Yeah, είπα και εγώ επίτηδες χρησιμοποιώντας αμερικανιά μιας και ήταν το μόνο που ταίριαζε με την περίπτωση.
F%ck Yeah, είπε και αυτός και φόρεσε τα μπλουζ μπράδερς γυαλιά του και άραξε ακόμα πιό πολύ στη θέση του…
Μείναμε στις κερκίδες για αρκετή ώρα, μέχρι που έπιασε για τα καλά το μεσημέρι.
Σιγά σιγα οι ομάδες άρχισαν να αποσύρονται από την πίστα και μάζευαν τα αυτοκίνητα στα box για τις τελικές τους επιθεωρήσεις.
Σε λίγο θα πέρναγαν οι κριτές ασφαλείας και κανονισμών για να πιστοποιήσουν πως τα αυτοκίνητα είναι ΟΚ και έτοιμα για την επόμενη μέρα.
Σηκωθήκαμε από τα καθίσματά μας, φορέσαμε τα κασκέτα μας και αρχίσαμε να “επιθεωρούμε” και εμείς τα πάντοκ πίσω από το συρματόπλεγμα.
Ο πρώτος μας σταθμός ήταν το Wrangler Chevy του Ντέηλ Ερνχαρτ, ένα τρομερό αυτοκίνητο με μεγάλη δύναμη ικανό να βγάλει τους 500 γύρους ενός αγώνα με μια ανάσα.
Μετά σταματήσαμε να ξαναχαζέψουμε το Kodiak του Ράστυ, που όμως το είχαν βάλει μέσα και έτσι φύγαμε για το Pontiac του Πέτυ, το οποίο και είχαμε δει να κάνει τους γύρους προηγουμένως.
Στη διάρκεια της γύρας μας, μια μια οι πόρτες από τα Box έκλειναν για την ημέρα και έτσι αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο αμάξι μας.
Φτάσαμε στο πάρκινκ, μπήκαμε μέσα και νομίσαμε ότι θα πάθουμε αποπληξία.
Τόση ήταν η ζέστη που το Πόντιακ έψηνε.
Τα δέρματα τσιτσίριζαν κάτω από τον ήλιο.
Βάλαμε μπρος το αμάξι, γυρίσαμε το αιρ κοντίσιον στο τέρμα και γυρίσαμε για τα εκδοτήρια όπου και πήραμε τα εισιτήρια για την επόμενη μέρα.
Μην έχοντας τι άλλο να κάνουμε πια στη πίστα, αποφασίσαμε να γυρίσουμε στην πόλη ώστε να βρούμε ένα μικρό φτηνό αξιοπρεπές ξενοδοχείο να πλυθούμε σαν άνθρωποι και να φάμε επιτέλους φαγητό κανονικό.
Ονειρευόμουν ένα μεγάλο μπιφτέκι, ή μια μπριζόλα με πατάτες, παρέα με μια σαλάτα από λαχανάκια βρυξελών ή πιθανότατα μια γαβάθα μαρούλι, όταν ένοιωσα ότι το αυτοκίνητο δεν προχωράει όπως πρέπει.
Γύρισα και κοίταξα τον Λάμπρο.
Αυτός είχε σηκώσει το χέρι του πάνω από το τιμόνι και προσπαθούσε να κάνει σκιά στο ταμπλώ του για να δεί τους δείκτες.
Shit. Overheating! είπε και έκανε αμέσως δεξιά.
Σταματήσαμε σε ένα δρόμο με αρκετή κίνηση και έριξα και εγώ με τη σειρά μου μια ματιά στους δείκτες της θερμοκρασίας.
Ηταν όχι απλά στο κόκκινο, το είχαν ξεπεράσει κιόλας.
Μάλλον το αιρ κοντίσιον, η κίνηση της πόλης και το ταξίδι είχαν εξαντλήσει κάποια τρόμπα ή κάποιο κολάρο του συστήματος ψύξης.
Damn, είπε ο Λάμπρος.
Τράβηξε το μοχλό του καπό και βγήκε έξω.
Ακολούθησα και σηκώσαμε μαζί το τεράστιο καπό.
Από κάτω το ψυγείο έβραζε τόσο πολύ ώστε έβγαζε ατμούς από τη βαλβίδα.
Τώρα την κάτσαμε σκέφτηκα.
Μείναμε εκεί για λίγο και σκεφτόμαστε έναν τρόπο να ανοίξουμε το κύκλωμα, αλλά φοβόμαστε μήπως μας κάψει το καυτό νερό από το ψυγείο.
Περιμέναμε λίγο ακόμα, όπου η “χύτρα” σταμάτησε να βράζει και με τη βοήθεια ενός ακόμα ζευγαριού άσπρες κάλτσες φορεμένες στο χέρι μου, άνοιξα την τάπα.
Καυτός ατμός πετάχτηκε προς τα πάνω και ενστικτωδώς έκανα πίσω.
Τη στιγμή εκείνη σταμάτησε πίσω μας και σε απόσταση ένα τοπικό περιπολικό.
Ο οδηγός του βγήκε έξω και μας πλησίασε.
What’s the problem boys? μας ρώτησε με την τυπική αργόσυρτη προφορά του.
Εξηγήσαμε πως έχουμε θέμα με την ψύξη μας και αφού κοίταξε τα χαρτιά μας και τις άδειες του αυτοκινήτου, προσφέρθηκε να φωνάξει βοήθεια από τον ασύρματο.
Μετά από μια μίνι σύσκεψη, αποφασίσαμε να τον ρωτήσουμε αν ξέρει κάποιο καλό γκαραζ για να πάμε, μιας και το αμάξι έπρεπε να επισκευαστεί ώστε να αντέξει το ταξίδι της επιστροφής.
Θα ήταν εξ άλλου παράλογο να κάνουμε τόσα χιλιόμετρα προς τα πίσω με πρόβλημα στο ψυγείο.
Ο αστυνομικός μας έδωσε οδηγίες και αφού αδειάσαμε δύο μπουκάλια με νερό στο κύκλωμα, βάλαμε μπρος για το συνεργείο.
Έπρεπε πάση θυσία το αμάξι να φτιαχτεί σήμερα.
Αύριο ήταν ο αγώνας, η πόλη πρακτικά θα ήταν άδεια από μηχανικούς και η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή, οπότε μάλλον θα χάναμε πολύ χρόνο αν δεν βιαζόμαστε.
Το αυτοκίνητο προχωρούσε και ανέβαζε πάλι θερμοκρασία.
Με αγωνία κοιτάγαμε τον δείκτη που προχώραγε προς το κόκκινο ξανά.
Πριν όμως αρχίσει πάλι να βράζει, ευτυχώς φτάσαμε στον μηχανικό.
Ο τύπος, ήταν τσακάλι. Μόλις είδε το αυτοκίνητο, κατάλαβε και το πρόβλημα.
Χτύπησε τη βαλβίδα του θερμοστάτη με μια σφυράκλα και μας είπε πως είμαστε ΟΚ.
Του εξηγήσαμε πως καλό θα ήταν να την αλλάξουμε μιας και έχουμε μεγάλο ταξίδι μπροστά μας.
Συμφώνησε και μας είπε να αφήσουμε το αμάξι και να γυρίσουμε σε μισή ώρα.
Εμείς μην έχοντας που να πάμε, αποφασίσουμε να καθίσουμε και να τον περιμένουμε, πρώτα να τελειώσει κάτι που μαστόρευε σε ένα Camaro και μετά να πιάσει το δικό μας.
Οσο είμαστε στο συνεργείο, πιάσαμε κουβέντα για τον αγώνα.
Ο τύπος, ήταν μεγάλος φαν του Πέτυ, όπως και όλοι οι μηχανικοί της περιοχής, κυρίως γιατί ο Πέτυ μπορεί να μην ήταν ο καλύτερος οδηγός, αλλά είχε το καλύτερο αμάξι.
Με αυτά και με άλλα, το Πόντιακ φτιάχτηκε και εμείς φύγαμε για να βρούμε ένα μπριζολάδικο πρώτα και ένα ξενοδοχείο ύστερα.
Η υπόλοιπη μέρα κύλισε αδιάφορα, με καλό φαϊ, ένα ωραίο δωμάτιο με καθαρές αφράτες πετσέτες και επιτέλους αρκετή ποσότητα καφέ στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου.
Μια απλή βόλτα το βράδυ και νωρίς για ύπνο, για τον αγώνα της επόμενης, η οποία επόμενη ήταν μέρα γιορτής.
Φτάσαμε νωρίς στην πίστα για να παρκάρουμε κοντά – χωρίς κανένα πρόβλημα με το αμάξι- και πιάσαμε στασίδι πριν πλακώσει ο κόσμος.
Οσο πέρναγε η ώρα ένα πολύχρωμο πλήθος γέμιζε τις κερκίδες και διάφοροι πωλητές μας πλεύριζαν για να πουλήσουν από μπλουζάκια μέχρι χοτ ντογκ και καπέλα.
Γύρω μας είχαν έρθει οικογένειες, μοναχικοί άνθρωποι, άντρες με τις γυναίκες τους, ένας συρφετός από κόσμο, όλοι πωρωμένοι με τους αγώνες.
Σιγά σιγά τα αυτοκίνητα έβγαιναν από τα box και κάθε φορά που ένα από αυτά έπαιρνε μπροστά, το πλήθος ξεσπούσε σε αλαλαγμούς.
Η μέρα προχώρησε και τα μεγάφωνα ανακοίνωσαν την είσοδο στην πίστα.
Ένα ένα τα θηρία μπήκαν στο οβάλ και άρχισαν το γύρο της προθέρμανσης.
Ο κάθε ένας πήρε θέση ανάλογά με την κατάταξή του και άρχισαν να γυρίζουν αργά στην αρχή και πιο γρήγορα ύστερα τους πρώτους δοκιμαστικούς γύρους.
Τα χρώματα της Κοντιακ, της Μότορκραφτ, της Ράγκλερ και το θωρυβώδες STP του Πέτυ, είχαν γεμίσει την πίστα.
Μέχρι που τα μεγάφωνα ανακοίνωσαν την έναρξη.
AND THEY’RE OFF….
Ο Ερνχαρτ με το Σέβυ ξεχύθηκε μπροστά και σκαρφάλωσε στην πρώτη στροφή.
Από πίσω γινόταν μάχη του Ράστυ με τον Λαμποντε και κάπου στο βάθος το Κράκερ του Πέτυ, καθάριζε αντιπάλους με τη γνωστή του τακτική, μούρη-κώλο-γκάζι- και άντε γειά…
Οι πρώτοι γύροι έγιναν σε πραγματικό πανζουρλισμό, η συνέχεια ήταν συναρπαστική με αρκετά προσπεράσματα και πολλά σπρωξίματα.
Για όλο το διάστημα σηκωνόμαστε στην κερκίδα κάθε φορά που κάποιος πέρναγε, ουρλιάζαμε όταν γινόταν μαρκάρισμα και χοροπηδάγαμε όταν οι τρεις “μεγάλοι” πηγαίναν πλάι-πλάι.
Από τους 500 γύρους, ο Ερνχαρτ είχε την πρωτιά στους 415, ο Ράστυ Γουάλας σε έναν, ο Λαμποντε σε 56 και ο Πέτυ σε 2.
Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι εκτός από το ξεκάθαρο προβάδισμα του Ερνχαρτ, οι υπόλοιποι πρώτοι σφάζονταν.
Ειδικά στις τελευταίες θέσεις όπου κανένας πλέον δεν μπορούσε να βγάλει συμπέρασμα του τι γίνεται.
Η κόλαση όμως έγινε στους 2 τελευταίους γύρους, όπου το STP του Πέτυ είχε κολλήσει πίσω από τους Γουάλας και Ερνχαρτ και περίμενε την ευκαιρία να τους ξετρυπήσει.
Τότε σε μια τιτάνια προσπάθεια και πραγματικά από το πουθενά, πλάι πλάι κατέβηκαν από την στροφή το Φορντ του Ραντ και το Σεβυ του Λαμποντε, τα οποία με τη φόρα που είχαν στήθηκαν πίσω από το Κράκερ που τους έκανε ρεύμα στον αέρα.
Λίγο πριν τον τελευταίο γύρο, τα δύο αυτοκίνητα αυτά, άνοιξαν ταυτόχρονα την τροχιά τους και κόλλησαν στις ουρές των Γουάλας και Ερνχαρτ, κλέβοντας τον άερα από κράκερ του Πέτυ και έτσι έκαναν το 3 και 4 της κατάταξης ρίχνοντάς τον στο 5.
Ο Πέτυ κόλησε στην ουρά του Λαμπόντε και άρχισε το ψηστήρι.
Αμέσως ο Λαμπόντε κόλλησε στον Ράντ και όλοι μαζί έκλεψαν αέρα από τον Ερνχαρτ και τον Γουάλας που ήταν πλάι πλάι μπροστά τους.
Πριν την καρώ σημαία η κατάταξη ήταν ερνχαρτ, γουάλας δίπλα δίπλα και από πίσω τους Ραντ Λαμπόντε και Πέτυ.
Έτσι και τελείωσε ο αγώνας, μέσα σε ιαχές και φωνές.
Ήταν μια καταπληκτική εμπειρία, που μόνο από κοντά την καταλαβαίνεις.
Είχαμε ξεφύγει εντελώς.
Είχαμε σηκωθεί όρθιοι και ουρλιάζαμε YESSSSSSSSSSSSSSSSSS YESSSSSSSSSSSSSSSSSSSSSSSSSSSS και χοροπηδούσαμε μαζί με τους υπόλοιπους θεατές της κερκίδας.
Πραγματικά χορτάσαμε θέαμα εκείνη τη μέρα.
Ακόμα και όταν τα αυτοκίνητα σταμάτησαν , όταν έγινε ο γύρος του θριάμβου, όταν άνοιξαν τη σαμπάνια και ο κόσμος άρχισε να φεύγει, η αδρεναλίνη ήταν ακόμα μέσα μας και μας έδινε ενέργεια, με τη θέα και μόνο ενός τέτοιου αγώνα.
Τόση ήταν η μανία μας να μη χάσουμε ούτε λεπτό, που δεν είχαμε πιει καν νερό την τελευταία μισή ώρα κάτω από τον ήλιο, κάτι που κάναμε αμέσως μόλις καταλάβαμε πως είμαστε στα όρια της αφυδάτωσης.
Σιγά σιγά ο ήλιος άρχισε να κατεβαίνει και απόφασίσαμε να την κάνουμε και εμείς από την πίστα.
Φτάσαμε λοιπόν στο αμάξι και κάτσαμε επάνω στο καπώ.
Λοιπόν, ρώτησα το Λάμπρο. – Where to?
Πάμε και βλέπουμε είπε ο Λάμπρος, πάμε και βλέπουμε, είπα και εγώ και μπήκαμε στο Πόντιακ.
Πριν φύγουμε όμως να πάρουμε καμιά κασέτα ρε, έχει κολλήσει το μυαλό μου από το τιριρίνι πλέον.
Οκι Ντόκι είπε ο Λάμπρος και έκανε ένα μικρό παντηλίκι στο γκαραζ της πίστας…
Κατεβάσαμε τα παράθυρα, φορέσαμε τα γυαλιά μας και την κάναμε για το – όπου νάναι- της επιστροφής.
Φύγαμε από την πίστα με ανάμεικτα συναισθήματα.
Ο πρώτος στόχος του ταξιδιού είχε εκπληρωθεί.
Ο χρόνος τελικά ήταν με το μέρος μας, όπως επίσης και η τύχη.
Σε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, με ένα τόσο παλιό αυτοκίνητο, με τόση ασχετοσύνη που είχαμε στο κεφάλι μας, σίγουρα η τύχη μας είχε βοηθήσει όχι μόνο να φτάσουμε, αλλά και να επιβιώσουμε από όλες τις βλακείες που κάναμε στη διαδρομή.
Φορέσαμε τα γυαλιά μας και ρίξαμε μια κασέτα στο στερεοφωνικό.
Λοιπόν είπα, τελευταία φορά που την ακούμε, ΟΚ?
Ο Λάμπρος συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι του και έστριψε προς την έξοδο με προορισμό τον αυτοκινητόδρομο.
Λίγο πριν τη διασταύρωση ήρθε η ώρα της απόφασης.
Κοιμόμαστε πάλι σε μοτέλ και αρχίζουμε την επιστροφή ή κάνουμε την υπέρβαση και κατεβαίνουμε στο Μέμφις;
Ο χάρτης ξαναβγήκε στο ταμπλώ και μετά από μια σύντομη σύσκεψη ο νέος προορισμός απόφασίστηκε.
Μέμφις λοιπόν. Home of The King, House of Cotton.
Βγήκαμε στο δρόμο με τρελή διάθεση. Ο Λάμπρος πάταγε το γκάζι απότομα και το Πόντιακ στην κυριολεξία σηκωνόταν όρθιο. Ανοίξαμε τα παράθυρα και μας έπνιξαν οι μυρωδιές του Νότου.
Ανάλογα με τον αέρα, η καμπίνα γέμιζε από το γλυκό άρωμα του καλαμποκιού, την ξερή αύρα από το χορτάρι και αρκετές φορές τη μπόχα της ξεραμένης κοπριάς.
Ο ήλιος άρχισε να πέφτει προς την δύση και τα απέραντα χωράφια σκεπάστηκαν από ένα πορτοκαλί πέπλο ζέστης.
Είχαμε ανοίξει πλέον και τα τέσσερα παράθυρα και ο ζεστός αέρας μας χτύπαγε στο πρόσωπο.
Ένοιωθα απόλυτα χαλαρός και έτοιμος για αμέτρητα χιλιόμετρα, τόσο που πρότεινα να φύγουμε σερί για το Μέμφις, ακολουθώντας τη γνωστή μας τακτική, όπου νυστάξουμε την πέφτουμε.
Ο Λάμπρος συμφώνησε και συνεχίσαμε μέχρι που άρχισε να πέφτει το σκοτάδι.
Λίγο πριν ανάψουμε τα φώτα, επάνω στις τελευταίες ακτίνες του ήλιου, παρατήρησα πως η κίνηση είχε αραιώσει αρκετά και πως τα αυτοκίνητα γύρω μας ήταν διαφορετικά από ότι τα είχαμε συνηθίσει.
Μεγάλα αγροτικά με ψηλές ρόδες, διπλακάμπινα με τεράστιες καρότσες, παλιά Ντοτζ και που και που κάποια Κάντιλακ η Πλύμουθ από την εποχή των δεινοσαύρων, μας πλησίαζαν και χάνονταν στο βάθος του δρόμου.
Είχαμε μπεί για τα καλά στον Νότο.
Το βράδυ έπεσε και παράλληλα ο δρόμος άρχισε να γίνεται πιο στενός και λιγότερο φωτισμένος.
Δυό ώρες αργότερα οδηγούσαμε σε άδειες λωρίδες. Καμία σχέση με τον πανζουρλισμό των μεγάλων αρτηριών που είχαμε ταξιδέψει μέχρι τώρα.
Διασταυρωθήκαμε με ελάχιστα αυτοκίνητα και προσπεράσαμε ακόμα πιο λίγα.
Το ντεπόζιτο φλέρταρε με τα πρώτα του τέταρτα και παράλληλα μας είχε ζορίσει λίγο το κρύο.
Παρόλο που κατεβαίναμε νότια, η νύχτα ήταν πιο ψυχρή, μάλλον από τα τεράστια χωράφια και τα ποτάμια που πέρναγαν μέσα τους.
Ο Μισισιπής και οι παραπόταμοί του, έφτιαχναν ένα μικροκλίμα εντελώς διαφορετικό εκεί κάτω.
Το παράξενο σε αυτή τη διαδρομή ήταν πως τα truck stops ήταν ελάχιστα και μέχρι τώρα δεν είχαμε βρει ούτε ένα μοτελ στο δρόμο.
Πρέπει να ήταν γύρω στη 1 το βράδυ ή και αργότερα όταν η βενζίνη κατέβηκε στο κόκκινο, οπότε απόφασίσαμε πως έστω και με παράκαμψη, έπρεπε να βρούμε κάπου να γεμίσουμε.
Πέρασε μάλλον μισή ώρα ακόμα αλλά μιας και ο δρόμος ήταν σχετικά άδειος είχαμε κάνει αρκετά μίλια για τόσο μικρό διάστημα, όταν η βελόνα έφτασε στο εντελώς άδειο, αλλά αυτό δεν μας ενδιέφερε πλέον.
Δίπλα μας, σιωπηλός, αγέρωχος, γεμάτος ιστορίες και μνήμες κυλούσε ο Μισισιπής.
Κάναμε στην άκρη και σβήσαμε τη μηχανή.
Βγήκαμε από το αυτοκίνητο και πηδήξαμε τη μπαριέρα σχεδόν τρέχοντας προς την όχθη του.
Φτάσαμε στην λασπωμένη του κοίτη και κοιτάξαμε προς τα κάτω.
Ο ποταμός κατέβαινε σκοτεινός ανάμεσα στα δέντρα και στο βάθος, έλαμπε ολοζώντανο το Μέμφις.
Ανάψαμε από ένα τσιγάρο και μείναμε λίγο εκεί κοιτώντας το θέαμα.
Μεγάλε, είπα, this is it.
Τεντωθήκαμε, και μπήκαμε στο αυτοκίνητο.
Σε λιγότερο από είκοσι λεπτά είχαμε φουλάρει βενζίνη και γυρνάγαμε στους φαρδιούς δρόμους της θρυλικής πόλης.
Απόφασίσαμε να κάνουμε δυο περάσματα, ένα κάθετο και ένα οριζόντιο, ώστε να τσεκάρουμε τα σημεία που μας ενδιέφεραν.
Μετά από τη βόλτα, τσιμπήσαμε δυό χοτ ντογκ από το δρόμο και μαζί με δυό κουτάκια dr. Pepper, αράξαμε στο καπό της Πόντιακ και κόβαμε κίνηση.
Ο νότος στο μεγαλείο του.
Ακόμα και αρκετές ώρες μετά τα μεσάνυχτα, η πόλη ήταν φωτισμένη, αυτοκίνητα και φορτηγάκια ανεβοκατέβαιναν τους δρόμους και στα πεζοδρόμια, ένα μείγμα από λευκούς και μαύρους έφτιαχναν ένα πλήθος που θύμιζε μεσημεριανό διάλλειμα.
Ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο και παρκάραμε έξω από ένα bed and breakfast.
Ο νυχτερινός υπάλληλος, χωρίς ταμπελάκι στο πουκάμισο, μας υποδέχθηκε.
Ψηλός, μακρυμάλλης με καρώ πουκάμισο και γενάκι, μιλούσε με μια προφορά που μας έφερνε γέλια.
Καβατζάραμε δυό μπύρες και ανεβήκαμε σε ένα δίκλινο που θα νόμιζε κανείς πως βγήκε από τον εμφύλιο.
Ο Λάμπρος έπεσε ξερός με τα ρούχα ενώ εγώ άνοιξα το παράθυρο, συρτό προς τα πάνω και ήπια τις μπύρες με την ησυχία μου χαζεύοντας το δρόμο.
Λίγο αργότερα την έπεσα και εγώ με τα ρούχα.
Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε από τη ζέστη.
Μετά από ένα μισάωρο στη ντουζιέρα και μια πεντακάθαρη αλλαξιά ρούχα, κατεβήκαμε για το πρωινό που είχε τελειώσει.
Δεν χαλαστήκαμε καθόλου.
Βγήκαμε με τα σακίδια στο δρόμο και βάλαμε πλώρη για το πρώτο πλυντήριο που βρέθηκε τρεις γωνίες μετά.
Βάλαμε σε ένα μηχάνημα τα τζην παντελόνια και τα μπουφάν μας, σε ένα άλλο όλα πακέτο τα εσώρουχα, κάλτσες και πουκάμισα και φύγαμε για καφέ.
Ήπιαμε ένα ωραίο βραστό καφεδάκι σε ένα γωνιακό μαγαζί και χτυπήσαμε από δύο pancakes ο καθένας μας.
Ανεφοδιαστήκαμε με τσιγάρα και έτσι όπως γυρίζαμε στο πλυντήριο, περάσαμε μπροστά από μια βιτρίνα με μπότες.
Ένα μαγαζί ολόκληρο, γεμάτο μπότες.
Μαύρες, καφέ, με τακούνι, με σπιρούνια, με ραφές, χαμός.
Ταυτόχρονα και χωρίς να το κουβεντιάσουμε σπρώξαμε την πόρτα.
Είκοσι λεπτά αργότερα, βγήκαμε πάλι έξω έχοντας τα all star σε σακούλες, ενώ στα πόδια μας φοράγαμε, ένα ζευγάρι καφέ τριμμένο δέρμα με λοξό τακούνι και ραφή στο πάνω μέρος εγώ και ένα ζευγάρι μαύρες με κρίκο στον αστράγαλο και ίσιο τακούνι ο Λάμπρος.
Μάγκα μου, είπα, αυτό είναι πετούμενο.
Yeeeeeehaaaaa φώναξε ο Λάμπρος και σκάσαμε στα γέλια.
Με τις νέες μας μπότες και την ντόπια προφορά μας, γυρίσαμε να μαζέψουμε τα στεγνά ρούχα μας από το Laundromat και επιστρέψαμε στο αμάξι.
Ρίξαμε τα σακίδια στο πορτμπαγκάζ και φύγαμε για την κύρια μας απόστολή.
Graceland home of the King και Gibson Factory home of sound.
Τελικά όπως έδειξε το Μεμφις ήταν το Home of everything.
Ξεκινήσαμε για την Graceland, αρκετά προβληματισμένοι.
Μέχρι τότε, τον Ελβις τον ξέραμε και τον ακούγαμε στα ραδιόφωνα, όποτε και εάν έπαιζαν κάποιο τραγούδι του. Είχαμε δεί και κάποιες ταινίες του, όπου έκανε το παλληκάρι και τραγούδαγε όμορφα.
Όμως για εμάς ήταν ένας αντιφατικός ήρωας, καθώς η δική μας γενιά είχε προλάβει την παρακμή του και την σκοτεινή του πλευρά.
Από τη μία είχαμε τους αντιρρησίες του Βιετνάμ και τη ροκ κατάσταση, τον προβληματισμό στον στίχο και την πανκ σκηνή της Αγγλίας και από την άλλη τις μπαλάντες για την αγάπη και τα χωρίς νόημα για εμάς τραγούδια του Ελβις.
Κάποιες φορές μάλιστα, είχαμε αναρωτηθεί τι του έβρισκε ο κόσμος και τον συμπαθούσε.
Μια καρικατούρα με καμπάνα παντελόνι, φουλάρι και λαχούρια στο σακάκι, αλυσίδα χοντρή στο λαιμό.
Σήμερα το ίδιο αναρωτιέμαι για τους ράπερ και το bling bling παρουσιαστικό τους.
Φτάσαμε στη Graceland και μπήκαμε μέσα μουδιασμένοι.
Ολη η έπαυλη μου φάνταζε εντελώς κιτς. (Τότε δεν το λέγαμε κιτς βέβαια, το λέγαμε «βλάχικο»).
Διάφορα δωμάτια με κεντρικό θέμα, όπως μια ζούγκλα, ένα καθιστικό στυλ βικτωριανό παλάτι, μια κουζίνα εντλώς Pop art, όλα έδειχναν ένα γούστο λίγο επαρχιώτικο και λίγο βάρβαρο.
Το ίδιο είχα να πώ και για τα αυτοκίνητα του Βασιλιά, που ήταν παραταγμένα δίπλα. Μια ροζ κάντιλακ, ένα τεράστιο στέησιον, όπως επίσης και για τα περίφημα αεροπλάνα του (τότε ήταν μόνο το ένα παρκαρισμένο εκεί).
Όλα έδειχναν έναν βλάχο, που έκανε λεφτά και τα σπατάλησε με τέτοιο τρόπο ώστε να δείξει πως «τα έχει».
Είχα απόγοητευτεί από ότι έβλεπα, μέχρι που βρεθήκαμε στον πραγματικό κόσμο του Ελβις.
Το δωμάτιο που λέγεται tv Lounge ήταν το πρώτο δωμάτιο που μου κίνησε το ενδιαφέρον. Το δεύτερο ηταν το «δικό» του καθιστικό.
Το TV Lounge, είναι ίσως το μοναδικό –αντρικό- δωμάτιο του σπιτιού, απλό και όμορφο με χρώματα καθόλου ενοχλητικά και άνετους καναπέδες. Όπως θα το έφτιαχνα και εγώ στο σπίτι μου.
Το ίδιο και η κρεβατοκάμαρα του. Η δική του κρεβατοκάμαρα.
Έδειχνε ένα ήρεμο μέρος, απλό και μπορούσα να κατανοήσω τις φόρμες που έβλεπα, σε αντίθεση με το υπόλοιπο σπίτι που ήταν γεμάτο παλαβά χρώματα, γούνες, πέτρες, πορσελάνες και ένα σωρό τσουμπλέκια.
Για πρώτη φορά κοίταξα τον οδηγό που είχα πάρει στην είσοδο και είδα πως όλο το σπίτι, το είχαν διακοσμήσει οι γκόμενες και οι γυναίκες του Ελβις.
Ξεκάθαρα, όλες τους είχαν χάλια γούστο.
Αυτό όμως που μου έμεινε, ή που θέλω να πιστεύω είναι πως τα δικά του δωμάτια, τα είχε διαλέξει ο ίδιος.
Με ανάμεικτα συναισθήματα, ψωνίσαμε από την είσοδο ένα 6pack με κασέτες του, που ξεκίναγαν από τα πρώτα του τραγούδια και έφταναν μέχρι το 75-76 που απλά έκανε επαναλήψεις.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και συνεχίσαμε το tour μας, για το εργοστάσιο της Gibson, ακούγοντας μια από τις 6 κασετες.
Ξαφνικά, το τιριρίνι, οι black Sabbath και οι διάφοροι «ροκάδες» που ακούγαμε ως τότε, φάνηκαν σαν να μην κολλάνε στο περιβάλλον.
Ακούγοντας το always on my mind και παρατηρώντας τον κόσμο από το παράθυρο δεν νομίζω ότι τίποτα άλλο θα ταίριαζε στο μυαλό μου εκείνη την ώρα.
Αυτό συνεχίστηκε και με το are you lonesome tonight, που μου ξύπνησε μια διάθεση ηρεμίας και χαλάρωσης.
Με αυτά και με άλλα φτάσαμε στο Gibson Factory, όπου και πραγματικά χάσαμε την μπάλα.
Εκεί όχι μόνο είδαμε πραγματικούς τεχνίτες να φτιάχνουν στο χέρι τις διάσημες κιθάρες αλλά είχαμε και την ευκαιρία να ακούσουμε και τρομερούς βιρτουόζους να παίζουν – να κρασάρουν- που λένε τις κιθάρες αυτές στο play room, ώστε να πάρουν το πιστοποιητικό τους και να φύγουν για πώληση.
Μέχρι τότε νομίζαμε ότι καλή κιθάρα παίζει όποιος ανεβαίνει στην σκηνή και κάνει μπρουταλιές ρίχνοντας σόλα.
Εκεί ανακαλύψαμε ότι πραγματική κιθάρα παίζει όποιος με μία χορδή και ένα πάτημα βγάζει έξι ήχους.
Πραγματικά χαζέψαμε με ότι βλέπαμε και εγώ πέρασα δέκα λεπτά μπροστά από μια ακουστική που κόστιζε όμως όσο το ταξίδι μας και ίσως μαζί και το αμάξι με τις βενζίνες του.
Προχωρήσαμε προς την έξοδο και εκεί εφοδιαστήκαμε με νέες κασέτες, αυτή τη φορά με ονόματα όπως BB King, Screamin Jay, Chuck Berry και φυσικά πιο πολύ Ελβις.
Εκεί μάλλον πρέπει να άλλαξαν και τα μουσικά μου γούστα, καθώς όλα αυτά μαζί με τον Ελβις τα ακούγαμε σε όλο το δρόμο, όπως και στο ταξίδι της επιστροφής.
Κάπου εκεί ήταν που έκλεισε ο κύκλος του τιριρινι και της περιγραφής των κομματιών ως – εκείνο που έχει το 5λεπτο σόλο – ή εκείνο που στο τέλος –σπάει την κιθάρα- και όλα απέκτησαν όνομα όπως επίσης και υποκατηγορία.
Εκεί μάλλον μπήκα και εγώ στην καλή πλευρά της μουσικής.
Κάτι σαν τον Ελβις και το δωμάτιο της τηλεόρασης ένα πράγμα.
Βγήκα από το φανταιζί σαλόνι και έμεινα μόνιμα στο Tv Lounge.
Καλή φάση.
Η υπόλοιπη μέρα, πέρασε με καλό φαγητό, την αγορά ενός παραδοσιακού ζιπο αναπτήρα που έχω ακόμα και σήμερα και με αρκετό ήλιο και διάθεση περιπλάνησης στο μεγάλο ποτάμι, τους δρόμους της πόλης και τα διάφορα μικρά ή μεγάλα μαγαζιά που πουλούσαν από σουβενίρ μέχρι βιβλία.
Σε αντίθεση με την Νέα Υόρκη ή το Κονεκτικατ, το Μέμφις ήταν μια χαλαρή πόλη, με χαλαρούς ανθρώπους, πολύ μουσική παντού και ένα μεγάλο ποτάμι να περνάει ανάμεσά της παρασέρνοντας θαρρείς όλα τα παράξενα του κόσμου και παίρνοντάς τα στο πουθενά, αφήνοντας πίσω μόνο ηρεμία.
Το βράδυ ήρθε και η απόφαση ήταν χαραγμένη στο μυαλό μας από νωρίς.
Θα ακούγαμε μουσικές μέχρι όσο αντέξουμε.
Παρκάραμε το αμάξι ξανά στο ξενοδοχείο και κατεβήκαμε στο κέντρο με τα πόδια.
Ευκαιρία να χαλαρώσουν και οι μπότες σκέφτηκα.
Στο downtown περάσαμε τουλάχιστον 5 ώρες, γυρίζοντας από μπαράκι σε μπαράκι και ακούγαμε διάφορους τύπους να ξεσκίζουν στην κυριολεξία τα δάχτυλά τους σε χορδές από κιθάρες, να παίζουν κλαρινέτο ή να ακολουθούν τους ρυθμούς των άλλως με πιάνο ή πιατίνια.
Ηταν σαν να άνοιγε το μυαλό μου και να έβλεπα πίσω από μια διάσταση που μέχρι τότε ήταν σαν τοίχος στα αυτιά μου.
Γυρίσαμε πίσω αργά το βράδυ, ελαφρώς τρεκλίζοντας και κάνοντας με το στόμα τους ήχους της κιθάρας ή του σαξόφωνου ανάλογα τι τραγούδι προσπαθούσαμε να θυμηθούμε.
Γελάσαμε ανεβήκαμε στο δωμάτιο και ταβλιαστήκαμε στα κρεβάτια μετά από έναν σύντομο σχεδιασμό της επόμενης ημέρας που θα σηματοδοτούσε και την επιστροφή μας, καθώς και τα χρήματα τελείωναν – ειδικά μετά την τρομερή σπατάλη του Μεμφις – αλλά και οι ημέρες δεν θα έφταναν για παραπάνω βόλτες μιας και είμαστε ήδη αρκετά νότια και πολύ έξω από τα νερά μας.
Την επόμενη μέρα την αφιερώσαμε στην προετοιμασία του αυτοκινήτου.
Έχοντας διανύσει όλη την απόσταση προς τα κάτω κάνοντας ένα σωρό παρακάμψεις για την πίστα και τις βόλτες είχαμε κάνει πολύ παραπάνω από την πραγματική απόσταση, την οποία υπολογίσαμε σε σκάρτες 18 ώρες οδήγησης για την επιστροφή μας.
Βάλαμε την Πόντιακ για πλύσιμο σε ένα μηχάνημα, κάναμε μόνοι μας το εσωτερικό με την σκούπα, αδειάσαμε ότι σκουπίδι είχαμε μαζέψει στο δρόμο, γεμίσαμε βενζίνη και κάναμε και μια αλλαγή σε μια τεράστια ποσότητα λαδιών που δεν θυμάμαι πια πόσο ήταν αλλά ηταν πολύ.
Η Πόντιακ γυάλιζε σαν καινούργια και μόλις μπήκαμε μέσα, ρίξαμε έναν Ελβις να παίζει τον πόνο του στο κασετόφωνο.
Φυλάξαμε τα «παράξενα» μπλουζ για πιο αργά που θα είχαμε κούραση.
Ο σκοπός ήταν να –φάμε γρήγορα- τη μισή διαδρομή μέχρι τη Βιρτζίνια και τη Σάρλοτσβιλ η οποία τελικά απoδείχθηκε πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα χωριό της Αμερικής χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο να δείς, αλλά και τίποτα το ιδιαίτερο να σε ενοχλήσει.
Σε μια διαδρομή χωρίς απρόοπτα, φτάσαμε σε μια άγευστη πόλη, κάναμε έναν ήρεμο ύπνο στα καθίσματα του αυτοκινήτου, ξυπνήσαμε πάλι ενώ νύχτωνε και απόφασίσαμε πως ούτε σαν συνταξιούχοι δεν θα είχαμε κάτι να κάνουμε σε αυτή τη γωνιά της γης.
Έχοντας λοιπόν γεμίσει μπαταρίες και προσπαθώντας να ξαναφτιάξουμε ηθικό περιπέτειας, απόφασίσαμε πως πριν τα τελευταία μίλια που μας χώριζαν από το σπίτι έπρεπε να περάσουμε και από την Νέα Υόρκη για μια κλασική διανυκτέρευση που θα περιλάμβανε οπωσδήποτε πολύ ποτό, πολύ ποτό και πολύ ποτό.
Τιριρινι δεν ακούγαμε πλέον για να βάλουμε στο κασετόφωνο, αλλά και ένας Κλάπτον ήταν τέλειος για την περίπτωση.
Ξεκινήσαμε λοιπόν, χωρίς γυαλιά, με καουμπόικες μπότες, την παλιά μας Πόντιακ και δύο ζευγάρια κάλτσες ακόμα αφόρετα για το Big Apple
Οσο πλησιάζαμε στην Νέα Υόρκη, η κίνηση πύκνωνε.
Το άδειο τοπίο του νότου, το γεμάτο μυρωδιές και ήλιο, έδινε τη θέση του σε βιομηχανικά κτήρια, γέφυρες και καινούργια γυαλιστερά αυτοκίνητα.
Μπήκαμε από την νότια είσοδο της πόλης και αμέσως πέσαμε σε μποτιλιάρισμα.
Κλείσαμε τα παράθυρα και ανοίξαμε τον κλιματισμό. Βάλαμε στο κασετόφωνο λίγο Ελβις να θυμηθούμε που είμαστε αλλά μας φάνηκε υπερβολικά αργός.
Αλλάξαμε σε JJ Cale και επίσης μας ακούστηκε σαν να τραγουδάει από πηγάδι.
Το μυαλό μας γύριζε σιγά-σιγά στην προηγούμενη κατάστασή του.
Στην κίνηση πηγαίναμε σημειωτόν.
Ετοιμαζόμαστε για περιπέτεια και έπρεπε να ακούσουμε κάτι πιο δυνατό για να μας ξυπνήσει.
Έψαχνα στο ντουλαπάκι με μανία να βρω μια μαύρη TDK χρωμίου που είχε τους Black Sabbath και είχα ανακατέψει για πέμπτη φορά το περιεχόμενο χωρις απότέλεσμα.
Τι έγινε ρε η κασέτα; Ρώτησα τον Λάμπρο, μπας την πετάξαμε στο καθάρισμα;
Για κοίτα κάτω από την κονσόλα απάντησε αυτός οδηγώντας.
Έσκυψα κάτω από την κονσόλα να βρω την κασέτα και έτσι όπως ψηλάφιζα τη μοκέτα ένοιωσα πως ήταν υγρή.
Σχεδόν μούσκεμα.
Λάμπρο το αμάξι είναι μούσκεμα, να πήρε νερά από το πλυντήριο;
Όχι ρε είπε αυτός, απόκλείεται, και κρατώντας το τιμόνι με το αριστερό χέρι, έσκυψε να τσεκάρι ακουμπώντας την παλάμη του στη μοκέτα.
Ωχ δίκιο έχεις, είπε, είναι πισίνα εδώ κάτω.
Είχαμε μισοσκύψει και οι δύο και ακουμπάγαμε τις παλάμες μας στο πάτωμα για να δούμε πόσο πολύ βρεγμένο ήταν όταν μέσα από τις θυρίδες του κλιματισμού, άρχισε να μπαίνει καπνός.
Αμέσως κάναμε δεξιά και σταματήσαμε στη λωρίδα ανάγκης.
Τελευταία φορά που είχαμε θέμα με καπνό ήταν τότε που χάλασε ο θερμοστάτης, πάλι με αναμμένο τον κλιματισμό.
Ίσως και αυτή τη φορά να είμαστε τυχεροί και να τη σκαπόυλάραμε.
Ανοίξαμε το καπό και είδαμε με φρίκη, τον θηριώδη κινητήρα, να είναι γεμάτος λάδια μέχρι το καπάκι, ενώ το ψυγείο έκανε σαν χύτρα ταχύτητας.
Γαμώτο… χάλασε εντελώς είπε ο Λάμπρος.
Μείναμε εκεί στην άκρη του δρόμου, αρκετή ώρα περιμένοντας να κρυώσει το αυτοκίνητο αλλά δεν προλάβαμε να ανοίξουμε ψυγείο ή να κοιτάξουμε κάτι άλλο, καθώς πίσω μας είχε πλευρίσει το κλασικό περιπολικό του Highway.
Η διαδικασία βοήθειας από την αστυνομία ήταν εντελώς διαφορετική στην Νέα Υόρκη από ότι στον Νότο.
Οι δυό –σερίφηδες- μας ενημέρωσαν ότι έχουν καλέσει γερανό που θα μας πάει μέχρι το Highway end και από εκεί αν δεν φτιάχναμε τη βλάβη μας, έπρεπε να βρούμε μια άκρη μόνοι μας.
Δοκιμάσαμε να βάλουμε μπρος το αυτοκίνητο, αλλά φοβηθήκαμε μήπως κάνουμε χειρότερη ζημιά και έτσι υπομονετικά και στωικά, ανεβήκαμε στο γερανό που έφτασε και κάναμε μια θλιμμένη βόλτα μέχρι ένα Fit & Go στην είσοδο της πόλης.
Πληρώσαμε τα μισά λεφτά μας για την «βοήθεια» και αρκετά ακόμα για να βγάλουμε εντελώς εκτός λειτουργίας τον κλιματισμό, που είχε σκάσει, γεμίζοντας τον κινητήρα με τα λάδια του κομπρεσέρ του.
Η διάθεσή μας είχε χαθεί εντελώς, είχαν χαθεί επίσης και οι καλύτερες ώρες της ημέρας.
Βεβαιωθήκαμε ότι το αυτοκίνητο δουλεύει κανονικά, πήραμε ένα quote της τάξης των 300 δολαρίων για επισκευή του κλιματισμού, κάτι που ο Λάμπρος είπε πως θα φτιάξει στο σπίτι με 80 το πολύ και υλικά από το παλιατζίδικο και φύγαμε με τσακισμένη τη διάθεση για το κέντρο της πόλης.
Τελικά αυτή η κασέτα, τι έγινε ρε φίλε, ρώτησα;
Και σκάσαμε στα γέλια.
Βάλαμε λίγο Elvis να κλάψουμε τη μοίρα μας και φύγαμε για το Κονέκτικατ, καθώς δεν είχαμε πλέον καμία διάθεση, αλλά ούτε και λεφτά να περάσουμε party night.
Φτάσαμε στο σπίτι σχετικά νωρίς, παρκάραμε το πληγωμένο θηρίο στο γκαράζ και ανοίξαμε παράθυρα και πόρτες για να μπει φρέσκος αέρας.
Σύντομα βγήκε από μέσα μας όλη η κούραση του ταξιδιού.
Βγάλαμε τις μπότες και καβαλήσαμε τη σκάλα για τα κεραμίδια.
Κάτσαμε εκεί, πάνω από το γκαράζ, πίνοντας τη μπύρα μας και κοιτάγαμε τη νύχτα που έπεφτε.
Από το κασετόφωνο του γκαράζ, ακούγαμε Glenn Miller και την διάσημη σερενάτα του, μια κασέτα που πήραμε κατά λάθος αλλά την αγαπήσαμε όσο καμιά άλλη.
Άναψα ένα τσιγάρο και γύρισα στον Λάμπρο.
Ξέρεις κάτι ρε φίλε; Των ρώτησα;
Τι; Ρώτησε αυτός με τη σειρά του.
Πάλι δεν βγήκε γκόμενα ρε φίλε, του είπα και μείναμε εκεί επάνω στη σκεπή να γελάμε μέχρι που μας έπιασε βήχας…
Autoholix Team