Αρχές της δεκαετίας του 90.
Τα ραδιόφωνα έπαιζαν Aerosmith και Roxette, εμείς φοράγαμε φλούο μπουφάν Ocean Pacific και γυαλιά RayBan, καπνίζαμε όσοι είχαν την βρωμερή αυτή συνήθεια τσιγάρα Kent ή Marlboro και στις αντιπροσωπείες είχε βγει η ανανεωμένη Alfa 33 όπου όλοι οι φανατικοί της μάρκας έκαναν ουρά για να την αποκτήσουν.
Τόση ήταν η μανία μου να πάρω μία αμέσως, που ενώ την ήθελα κόκκινη, συμβιβάστηκα με μια ασημί με μαύρα Recaro και “δώρο” το Pioneer ραδιοκασετόφωνο με χρώμα οθόνης ίδιο με τα λαμπάκια του ταμπλώ της.
Τόση ήταν και η μανία μου να την χαρώ στο δρόμο, όπου στο πρώτο παρθενικό της ταξίδι, μαζί με τον φίλο μου τον Σωτήρη (που σήμερα είναι στην Ελβετία και γελάει με τα χάλια μας πίσω απο το τιμόνι της 4C του) έβγαλα μια διαδρομή 1.000 χιλιομέτρων ώστε να ξεμπερδέψω με το στρώσιμο μια και καλή.
Το καλό στρώσιμο φυσικά δεν γίνεται σε πορεία στην Εθνική οδό, ή έτσι τουλάχιστον μας έχουν πει και το ακολουθούμε, οπότε έβαλα κάτω τον χάρτη και ότι απομακρυσμένο χωριό είχε η Στερεά Ελλάδα και συνδεόταν με τον πολιτισμό έστω και με καρόδρομο, το έγραψα σε ένα road book και αποφασίσαμε σε ένα σαββατοκύριακο να το επισκευθούμε.
Τη Δευτέρα ο Σωτήρης ήταν πολύ ζεστός για το θέμα. Την Τρίτη δεν τον βρήκα να μιλήσουμε, την Τετάρτη κάτι μου τα μάσαγε, την Πέμπτη μου έσκασε το παραμύθι.
Γκομενικό το πρόβλημα.
Ξέρεις, που έχω γνωρίσει μία και είμαστε στα μέλια, και έλεγα μήπως….
Τίποτα δεν έλεγες Σωτηράκη, να την πάρεις να έρθει μαζί μας, θα φέρω και εγώ τη δικιά μου και θα τις γνωρίσουμε να κάνουν και παρέα.
Ρε λες να υπάρχει πρόβλημα;
Τι πρόβλημα να υπάρχει, καλύτερα θα πάρουμε και τις γυναίκες μαζί να μην γκρινιάζουνε (τουλάχιστον η δικιά μου) ότι πήραμε τα βουνά μοναχοί μας.
Παρασκευή βράδυ απόγευμα λοιπόν, γνωρίσαμε τη Μαρία, φιλόλογο άρτι αφιχθείσα εκ Παρισίων, με τα τακουνάκια της, το ελαφρύ της το μπουφανάκι, το βαλιτσάκι της και ένα δειλό χαμόγελο να απλώνει το χέρι της να συστηθούμε.
Η Παριζιάνα
Που πας ξεβράκωτη στα αγγούρια κορίτσι μου, σκέφτηκα αλλά δεν το ξεστόμισα. Είπα ένα γεια, χάρηκα και αμέσως ανέλαβε δράση η δικιά μου η κωλοπετσωμένη στις διαδρομές μας.
Ξέρεις Μαρία, τα παιδιά έχουν σκοπό να μας πάνε σε βουνά και λαγκάδια, μήπως έχεις φέρει μαζί σου τίποτα μποτάκια ή κάποιο μπουφάν πιο βαρύ;
Η Παριζιάνα έμεινε για λίγο παγωμένη, κοίταξε το Σωτήρη, κοίταξε τη δικιά μου και είπε: ξέρετε δεν το είχα φανταστεί έτσι (φτωχό μου παιδί, σκέφτηκα) και νόμιζα πως θα πάμε μια λιγότερο περιηγητική βόλτα.
Αααα, κανένα πρόβλημα, είπα εγώ ανυπόμονος να ξεκινήσουμε, ρούχα θα σου δώσουμε εμείς, μπορείς να δανειστείς ότι θέλεις της Μαριέττας…. (η δικιά μου και μέλλουσα σύζυγός μου).
Η Μαριέττα με κοίταξε παγωμένα και μετά γύρισε με χαμόγελο στην Μαρία, λέγοντας, κανένα πρόβλημα, πάμε μέσα στο σπίτι να διαλέξεις τι χρειάζεσαι…
Θα μπορούσα να γυρίσω σπίτι είπε η Μαρία, να φέρω κάτι αν δεν είναι πρόβλημα…
Γύρισα και κοίταξα τον Σωτήρη.
Ο Σωτήρης κοίταξε τη Μαριέττα, η Μαριέττα πήρε απο το χέρι τη Μαρία και την τράβηξε μέσα στο σπίτι, ενώ είχε γυρίσει πίσω απο την πλάτη της το άλλο χέρι και μας έκανε δάχτυλο, πράγμα πολύ άσχημο για εμένα καθώς ήξερα πως κάποτε θα το πληρώσω.
Μισή ώρα μετά, οι δύο γυναίκες βγήκαν απο το σπίτι, η Μαρία πλέον ντυμένη εκδρομικά, η Μαριέττα με ένα παγωμένο βλέμμα και μπήκαμε στο αυτοκίνητο, κατ επιλογή των γυναικών, οι άντρες μπροστά και αυτές πίσω.
Ξεκινήσαμε και η δικιά μου έσκυψε μπροστά δήθεν να πάρει απο τον λεβιέ ένα λαστιχάκι που είχε αφήσει για τα μαλλιά της και μου ψιθύρισε στο αυτί: θα σε σκίσω, δεν έβαλα το άσπρο το μπουφάν για να μην το λερώσω και το φόρεσε τελικά ΑΥΤΗ.
Το ΑΥΤΗ, το είπε σαν να μιλούσε για μια ανίατη ασθένεια που ξαφνικά μας χτύπησε την πόρτα.
Δάγκωσα τα χείλη μου και συνέχισα να οδηγάω.
Κατάλαβα πως τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά από τα πρώτα κιόλας χιλιόμετρα καθώς η Μαρία, κάτι μουρμούρησε πως είναι ο δρόμος όλο στροφές και ζαλίζεται…
Κοίταξα τον Σωτήρη και αυτός κοίταξε έξω απο το παράθυρο.
Έκοψα ταχύτητα και έφτασα να πηγαίνω με 3.000 στροφές και κρεμασμένη τρίτη, με 60 χιλιόμετρα την ώρα σε έναν δρόμο που κανονικά θα έβγαζα με τετάρτη και 90.
… μια χαρά οδηγάς
Μαρία της είπα, ΓΕΝΙΚΑ ζαλίζεσαι ή κάνω κάτι εγώ που σε ενοχλεί στον τρόπο που οδηγάω
Γενικά δεν είμαι και πολύ καλά στο αυτοκίνητο είπε αυτή. Ισα ίσα, μια χαρά οδηγάς, με τον αδερφό μου ας πούμε ΘΑ ΕΙΧΑ ΗΔΗ ΚΑΝΕΙ ΕΜΕΤΟ….
Εκείνη τη στιγμή ένοιωσα στο αριστερό μου πλευρό έναν πολύ έντονο πόνο.
Έμφραγμα παθαίνω σκέφτηκα και γύρισα το κεφάλι για να δω το χέρι της Μαριέττας που με είχε γραπώσει σφιχτά πλάι από το κάθισμα και με έσφιγγε σαν τανάλια.
Γύρισα και την κοίταξα…
Με χαμόγελο απο το πίσω κάθισμα μου είπε γλυκά, αφού ζαλίζεται η Μαρία μήπως να αναθεωρήσουμε το ταξίδι και να κάνουμε κάτι πιο απλό και πιο ευκολο?
ΜΗΠΩΣ ΛΕΩ ΜΗΠΩΣ να πάμε απο την ΕΘΝΙΚΗ και να ΒΡΟΥΜΕ ΚΑΠΟΥ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΑΥΡΙΟ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΧΑΛΑΡΕΣ ΒΟΛΤΙΤΣΕΣ… Ε΅????
Πολύ γλυκά βέβαια όλα αυτά, αλλά με εκείνον τον τονο που αν δεν έχει ναί ως απάντηση, πρέπει να κάνεις τον σταυρό σου γιατί σε μερικές ώρες θα πεθάνεις με φρικτούς πόνους….
Μα και βέβαια είπα εγώ και γύρισα προς τον Σωτήρη, Ε ΣΩΤΗΡΗ?
Εεεεε ναι είπε και ο Σωτήρης.
…μαντάρα η αλκαντάρα
Μαρία καλύτερα δεν είναι έτσι; ρώτησα…
Αντί απάντησης όμως, πήρα ένα αγκομαχητό και ένα πνιχτό βήχα…
Κοίταξα τον καθρέφτη να δω τι τρέχει στο πίσω κάθισμα αλλά με πρόλαβε η Μαριέττα…
Πως είπες οτι λένε τα καθίσματα:
Ρεκάρο της είπα…
Οχι αυτό, το υλικό, με ξαναρώτησε.
Αλκαντάρα απάντησα.
Ωραία. Η Μαρία μόλις στην έκανε μαντάρα την αλκαντάρα… ΞΕΡΑΣΕ…
Φλας δεξί, αλαρμ, φρένο, άκρη δρόμου, άνοιγμα πόρτας εκτόξευση Μαρίας απο την πόρτα για να συνεχίσει το άδειασμα στο χωράφι και σαλτάρισμα δικό μου στο πίσω κάθισμα να δω τη ζημιά πρέπει να έγιναν σε μισό λεπτό η και λιγότερο…
Δεν θέλω να σας περιγράψω τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, αλλά όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Η Αλφα ήταν μόλις πέντε ημερών… τα νάυλον τα είχα βγάλει απο τα καθίσματα πριν το ταξίδι…
Τέλος πάντων, μετά απο κάποιες βασικές προσπάθειες καθαρισμού της μαντάρας-αλκανταρας, την επίσκεψη σε ένα βενζινάδικο και την παγωμένη σιωπή μιάς ώρας φτάσαμε σε μια πόλη που δεν έχει νόημα να πω το όνομα της, βρήκαμε στην τύχη ένα ξενοδοχείο να αφήσουμε τα πράγματα, άκουσα τον εξάψαλμο γιατί εκτός απο τα καθίσματα είχε γίνει χάλια και το περίφημο άσπρο μπουφάν και η κατάσταση ηρέμησε το βράδυ στο τραπέζι, όπου συμφωνήσαμε όλοι πως μιας και η Μαρία έχει πρόβλημα με το αυτοκίνητο, θα περιορίσουμε την εκδρομή κατά μία μέρα και αφού κάναμε στην Εθνική οδό κάποια χιλιόμετρα θα τρώγαμε και θα επιστρέφαμε στην Αθήνα.
Ο Σωτήρης καθόταν σαν το βρεγμένο γατί, η Μαρία είχε ξεπεράσει τις ντροπές και συζητούσε με τη Μαριέττα και εγώ σκεφτόμουν με πόσες στροφές πρέπει να πηγαίνω στην Εθνική και πως θα γίνει να αλλάζω ταχύτητες για να κάνω ότι πιό κοντινό σε ένα σωστό στρώσιμο και όχι να πηγαίνω με σταθερή πορεία.
Το βράδυ κοιμηθήκαμε μετά απο αρκετή μουρμούρα και το πρωί ξυπνήσαμε για πρωινό….
Παιδιά το τι έφαγε αυτή η κοπέλα δεν μπορώ να σας περιγράψω… Ψωμί με μαρμελάδα και βούτυρο, κέηκ. Κορν φλέηκς με γάλα, μια μπανάνα, καφέ, χυμό…. Είχα μείνει να την κοιτάω αποσβολωμένος και έκανα νόημα του Σωτήρη. Τι τρώει ρε η δικιά σου;
Μαρία είπε διστακτικά ο Σωτήρης, μήπως επειδή σε πειράζει το αυτοκίνητο να μην έτρωγες τόσο πολύ….
Μπα είπε η Μαρία μπουκωνμένη, οταν έχω γεμάτο στομάχι δεν έχω πρόβλημα, είμαι εντάξει…
Σηκωθήκαμε και πήγαμε για το αυτοκίνητο…
… είναι Chevignon, να τη θυμάσαι τη μάρκα
Πριν μπούμε, η Μαριέττα είπε αποφασιστικά…
Ολοι τα μπουφάν στο πορτ μπαγκαζ. Μας ενοχλούν όταν τα βγάζουμε στο αμάξι πηγαίνουν πέρα δώθε.
Μπα είπε η Μαρία, εγώ θα το κρατήσω έχει ψύχρα…
Τα μάτια της Μαριέττας πέταξαν φωτιές. Ήρθε κοντά μου και μου ψιθύρισε… είναι Chevignon, να τη θυμάσαι τη μάρκα γιατί μολις γυρίσουμε πίσω θα μου πάρεις καινούργιο. Είτε το ξεράσει πάλι είτε οχι….
Και γκαπ μπήκε στο αυτοκίνητο και έκλεισε δυνατά την πόρτα.
Ξεκινήσαμε χαρωπά την εύκολη διαδρομή μας και με 70-80 χιλιόμετρα ακόμα και στις ευθείες γυρίζαμε την περιοχή για να περάσει η μέρα, να πάει μεσημέρι και να αρχίσουμε την επιστροφή στην Αθήνα…
Όχι δεν έχει στροφές είναι ευθεία…
Τα είχαμε καταφέρει μια χαρά μέχρι τις 12… Η Μαρία δεν είχε ανακατωσούρα, εγώ με τον Σωτήρη μιλάγαμε για τα δικά μας, η Μαριέττα είχε σπάσει τη σιωπή της και κάτι έλεγε για ένα χωριό που ήταν εγκαταλειμμένο στην περιοχή και πως θα ήταν ωραία να βγάλουμε καμιά φωτογραφία.
Δεν ξέρω γιατί αλλά ψήθηκα… Οταν ακούω για παρατημένα πάντα με ιντριγκάρει…
Σταματήσαμε σε μια πλατεία, βρήκαμε έναν μπάρμπα, και ρωτήσαμε τα βασικά:
Που είναι το χωριό…
Πως είναι ο δρόμος…
Αν έχει στροφές…
Πόση ώρα είναι…
Οι απαντήσεις ήταν
Εδώ κοντά…
Αμαξητός…
Όχι δεν έχει στροφές είναι ευθεία…
Βαριά μισή ώρα….
Ετσι ξεκινήσαμε…
Ούτε αμαξητός ήταν ο δρόμος, ούτε κοντά ήταν ούτε ευθεία ήταν και σίγουρα δεν ήταν μισή ώρα.
Η Αλφα ξεβιδώθηκε στις λακούβες, το πιτσιλιστήρι απο το πίσω τζάμι έφυγε, όπως και οι βίδες απο το μπροστινό δεξί προβολάκι που κοπάναγε… η Μαρία άφησε στην αλκαντάρα τα κορν φλέηκς, το γάλα, τη μπανάνα και ότι άλλο είχει φάει εκεινο το πρωί…
Η Μαριέττα αποφάσισε πως το άσπρο μπουφάν δεν θα το ξαναφόραγε και ο Σωτήρης κοίταγε απο το παράθυρο…
Είδαμε το χωριο που ηταν ένα ελεϊνό ερείπιο χωρίς κανένα ενδιαφέρον, του τραβήξαμε μια μούτζα στην ταμπέλα του να το θυμόμαστε και επιστέψαμε στην Αθήνα νωρίς το απόγευμα….
Την Αλφα τελικα την εστρωσα μονος μου.
Την Μαριέττα την παντρεύτηκα.
Ο Σωτήρης βρήκε ένα χρόνο μετά δουλειά και έφυγε στην Ελβετία
Η Μαρία είναι ακόμα φίλη μας και έχω γίνει κουμπάρος της… και ζαλίζεται ακόμα στις στροφές αλλά αυτό είναι πρόβλημα του άντρα της πλέον!
Καλό Σαββατοκύριακο σε όλους.