Τον Γιάννη τον ήξερα από όταν είμαστε μικρά παιδιά.
Μια ζωή νορμάλ άνθρωπος ήτανε, με τις δραστηριότητές του, τις εκδρομές του, τις βόλτες και τους καφέδες του.
Τι συνέβη στο ενδιάμεσο και ποια τύχη μαύρη έφερε μπροστά του μια πολεμική BMW R51, δεν ξέρω, αλλά εκείνη τη μέρα που την απέκτησε, ο Ερμής πρέπει όχι μόνο να ήταν ανάδρομος, αλλά και ανάποδος και κατσικόδρομος και σε αστρικό παροξυσμό σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους πλανήτες.
Όλα ξεκίνησαν με το χτύπημα του τηλεφώνου ένα απόγευμα του Ιουνίου.
– Έλα ρε, τα κατάφερα, την μάζεψα στο σπίτι.
Εμένα το μυαλό μου πήγε σε μια σχέση που είχε τότε, την Ζωή, και για κάποιο λόγο σκέφτηκα πως αποφάσισαν να γίνουν οικογένεια.
Πάντα μου αρέσει να βλέπω φίλους να σμίγουν και να ανοίγουν σπίτια, γιατί πηγαίνω και τους την πέφτω για τραπέζωμα, οπότε χάρηκα!
Το σχέδιο για το τραπέζωμα σε ένα νέο ζευγάρι είναι απλό:
Εμφανίζεσαι στο σπίτι του νέου ζευγαριού κρατώντας ότι έχεις βρει στο δρόμο σου, (κάνα βαζάκι, κάνα λουλούδι, άντε κανά μπουκάλι αλκοόλ) και λες –άντε ρε παιδιά, καλωστέριωτοι, και πάντα χαρές να έχετε.
Με έναν μαγικό τρόπο, βρίσκεσαι στον καναπέ, με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι και από την κουζίνα έχουν ξεκινήσει οι ετοιμασίες για τις μπριζολίτσες με πατατούλες, όπου με τεράστια χαρά ετοιμάζει η μελλοντική συμβία του φίλου σου.
Χαίρομαι πολύ με αυτά τα νέα ζευγάρια, περνάμε σούπερ τέλεια, τρώμε του σκασμού και αν τυχόν σπάσει η σχέση, έχεις πάντα ένα φίλο διαθέσιμο να πάτε να τα πιείτε για να τον παρηγορήσεις και να σου κεράσει τα ποτά σου.
– Μπράβο ρε Γιάννη επιτέλους ρε φίλε, να νοικοκυρευτείς και εσύ (να φάμε και κάνα φαγάκι). Μπράβο, η Ζωή είναι καλή κοπέλα.
– Ποια Ζωή ρε? Τι λες?
– Αυτή που μάζεψες στο σπίτι.
– Τι λες ρε, για την BMW που σου έλεγα τις προάλλες μιλάω, αυτή που είχα βρει στο Μέτσοβο πεταμένη στο στάβλο.
Ομολογώ ότι δεν μπόρεσα να νοιώσω τη χαρά του.
Μια BMW πεταμένη σε στάβλο, δεν μαγειρεύει, δεν σε κερνάει ποτό και γενικά δεν έχει καμία σχέση με τη φαντασίωση που είχα δημιουργήσει πως θα πάμε πάλι όλη η παρέα μαζί σε γάμο να γίνουμε κουρούμπελα και να γελάσουμε με τους νεόνυμφους.
– Α, τη BMW, (είπα παγωμένα) έλα ρε, μπράβο, καλοτάξιδη…. (ποια BMW, ούτε που θυμόμουν πως είχαμε κάνει κουβέντα για μηχανή και στάβλο στο Μέτσοβο).
– Ναι ρε φίλε, (είπε αυτός) επιτέλους. Ο μπάρμπας με τσιτσίρησε, αλλά τελικά βρήκε τα χαρτιά της, πλήρωσα και κάτι χρωστούμενα στην εφορία, βάλε και τη μεταφορική, νομίζω ότι στα 4 χιλιάρικα που έφτασα, πήρα κελεπούρι. Έτσι όπως την κοιτάω είναι σε καλή κατάσταση, ψιλοπλήρης, δεν νομίζω να πάει ακριβά, ένα βάψιμο, καθάρισμα, άντε να θέλει και τίποτα λεπτομέρειες…
– Θύμισέ μου ρε Γιάννη, του πότε είναι είπαμε?
– Το πλαίσιο βγάζει 1939, σπάνιο πράμα, πιστεύω ότι το συγκεκριμένο μοντέλο είναι το πιο όμορφο. Εσύ τι λες?
– (ότι αντί να σπιτώσεις τη γκόμενα, έβαλες νταλκάδες στο κεφάλι σου και θα τρέχεις σαν το άλογο στο χωράφι μέχρι να το φέρεις σε λογαριασμό) Καλορίζικη ρε Γιάννη (είπα) θα περάσω αύριο από εκεί να τη δω (να παραγγείλεις και κανα σουβλάκι να φάμε).
Πιστός στην υπόσχεσή μου (να φάω τσάμπα) πέρασα την επόμενη μέρα από το σπίτι του Γιάννη και με (υποκριτικά) μεγάλο ενδιαφέρον, χάζεψα το νέο του απόκτημα. Ήταν πράγματι (ένα ερείπιο) μια R51 χωρίς πολλές ελλείψεις (αλλά με τα πάντα σκουριασμένα επάνω της) και από ότι κατάλαβα θα μονοπωλούσε το ενδιαφέρον του φίλου μου για το επόμενο διάστημα.
Γύρισα και τον κοίταξα έτσι όπως μίλαγε για τα σχέδιά του με τεράστια έξαψη.
– Βρήκα τον μάστορα που τις ξέρει, τον έχω πάρει τηλέφωνο θα πάω αύριο, έψαξα στο ebay και βρήκα τις μανέτες, φτηνά, στη Γερμανία, ένα φανάρι που λείπει το βρήκα στην Αγγλία, το δίνει 90 λίρες, ορίτζιναλ ρε σου λέω του κουτιού….. μπλα μπλα μπλα, όλα τα έχω ψάξει, τι άλλο μου λείπει?
– Μια γριά να κληρονομήσεις Γιαννάκη μου. (αυτό μου ξέφυγε, αλλά μιας και το είπα, αποφάσισα να το υποστηρίξω).
– Γιατί ρε, αφού τα έχω υπολογίσει σου λέω.
Τον κοίταξα στα μάτια. Ήταν ακόμα χαρούμενος. Είπα όμως μιας και είμαστε τόσα χρόνια φίλοι να προσπαθήσω έστω να τον συνεφέρω.
– Άκου Γιάννη. Πόσες μηχανές έχω φτιάξει από τότε που με ξέρεις?
– Ξέρω γω, πολλές, που να θυμάμαι.
– Γιάννη, μήπως έχεις πάρει χαμπάρι πότε σταμάτησα να ασχολούμαι με τις παλιές μηχανές?
– Ναι ρε, από τότε που έσκασες ένα σκασμό λεφτά και πήρες το σπίτι, που να σου μείνουν λεφτά…
– Όχι αγόρι, μου… Έσκασα ένα σκασμό λεφτά και έφτιαξα το σπίτι, επειδή σταμάτησα να ασχολούμαι με τις παλιές και μου μείνανε λεφτά. Πίστεψέ με, ΔΕΝ θέλεις να το κάνεις.
– Ασε, ρε, εσύ είχες μπλέξει με τις Ιταλικές. Εδώ μιλάμε για Ντόιτσλαντ, Ούμπερ Άλλες ρε, η μηχανή είναι έτοιμη, λίγες λεπτομέρειες θέλει. Είναι φτιαγμένη για να αντέχει.
Και έτσι όπως τον είχε πιάσει ο οίστρος, για να μου αποδείξει ότι έχει δίκιο, κάνει με το πόδι μία να πατήσει τη μανιβέλα κάτω, η μανιβέλα κάνει ένα κράκ, (αυτό το κρακ που το ακούς και ξέρεις ότι έχει γίνει μεγάλη ζημιά και θα ήθελες να έχεις τη δυνατότητα να γυρίσεις πίσω το χρόνο, ή να έχεις ένα μεγάλο πηγάδι να πας να πέσεις μέσα) και τσακ, έσπασε η μανιβέλα επάνω στον άξονα της, έπεσε στο πάτωμα του γκαράζ κάνοντας ένα ντιν ντιριλιν που είναι ο ήχος των χιλιάδων ευρώ που φεύγουν από την τσέπη σου.
– Γκαντέμη, γύρισε και μου είπε, μου τη μάτιασες πανάθεμά σε.
Αποφάσισα να μη δώσω συνέχεια στο γεγονός, κυρίως γιατί η Ζωή είναι καλή μαγείρισσα.
– Γιάννη, είπα με πολύ σοβαρό τόνο. Σκέψου τι πας να κάνεις. You have been warned. Η ζωή σου δίνει πάντα μια δεύτερη ευκαιρία. (και η Ζωή φτιάχνει και τέλεια τα κοκκινιστά επίσης). Σκέψου, πράξε… είπα και έφυγα.
Οι επόμενες μέρες, μήνες, εβδομάδες, πέρασαν σε ένα δημιουργικό παροξυσμό. Οπότε βλέπαμε τον Γιάννη στην παρέα, μας μίλαγε για κάποιον αλλοδαπό (βρήκα έναν Γερμανό, βρήκα έναν Αυστριακό, βρήκα έναν Γάλλο) που θα του έστελνε κάποιο πράγμα που του έλειπε. Αν δεν μας μίλαγε για τους ξένους που στέλνουν πράγματα, θα μας μίλαγε για τον μηχανικό του που θέλει πράγματα. Αν δεν μας μίλαγε για τον μηχανικό του που θέλει πράγματα, θα μας μίλαγε για έναν τύπο στο Κερατσίνι που κάνει βούρτσισμα στα αλουμίνια, ή για έναν τύπο στα Καμίνια που κάνει μοντίφες στις βαλβίδες, ή για έναν τύπο στη Λάρισα που έκανε skype και του έδειξε μια έτοιμη σαν τη δικιά του που την έφτιαχνε εδώ και 5 χρόνια.
Οι εβδομάδες έγιναν μήνες, οι μήνες πέρασαν και, ένα απόγευμα του Νοεμβρίου, όπου το αεράκι φύσαγε ψυχρά στους δρόμους της πόλης, δώσαμε ραντεβού στο Θησείο, όλη η παρέα για να μας φέρει ο Γιάννης να καμαρώσουμε την επιτέλους έτοιμη μηχανάρα του.
Μαζευτήκαμε νωρίς για να πιούμε καφέ και να συμφωνήσουμε πως θα του πούμε να την πουλήσει πριν του βγάλει καμιά ζημιά και ψάχνει αγοραστή για τα νεφρά του.
Κάτσαμε σε ένα τραπεζάκι, ανάψαμε τα τσιγάρα μας, ρουφήξαμε το καφεδάκι μας και τότε χτύπησε το τηλέφωνο.
– Έλα, τι έγινε
– Έμεινα. Δεν είναι τίποτα, μάλλον το καρμπυρατέρ έχει σκουπιδάκι. Περιμένετε με έρχομαι.
– ΟΚ, με το πάσο σου.
Το καφεδάκι έγινε μπύρα, η μπύρα έγινε τζιν με λεμονάδα, η νύχτα έπεσε γλυκά στην πόλη και ο Γιάννης άφαντος.
Ας τον πάρουμε να δούμε τελικά.
– Έλα ρε που είσαι;
– Στο μηχανικό μου.
– Τι μηχανικό ρε, είναι 10 το βράδυ!
– Ε, υπήρξε μια επιπλοκή. Κλώτσησε η φλάντζα και μάλλον κόλλησε ο δεξής κύλινδρος.
– Μάλλον?
– Ε όχι μάλλον, εντάξει κόλλησε.
– Και τώρα τι κάνεις?
– Τσακώνομαι.
– Οκ. Καλή τύχη.
Από τότε, ο Γιάννης άλλαξε τρείς μηχανικούς. Ο ένας πιο σκιτζής από τον άλλον. Ο ένας πιο ακριβός από τον άλλον. Ο ένας πιο λαμόγιο από τον άλλον.
Μέχρι που ένα βράδυ χτύπησε το τηλέφωνό μου.
– Έλα τι έγινε;
– Βρήκα τι φταίει.
– Τι φταίει? (το ξερό σου το κεφάλι που δεν ακούει φταίει)
– Φταίει που δεν πονάνε το μηχανάκι ρε, αποφάσισα. Θα πάρω το manual του Haynes και θα το φτιάξω μόνος μου.
– Η Ζωή τι λέει για αυτό?
– Τι να λέει, είχαμε μια επιπλοκή με τη Ζωή, είπε πως δεν αφιερώνω αρκετό χρόνο στη σχέση μας και τελικά τα χαλάσαμε.
– (πάει το κοκκινιστό) Α ρε Γιάννη, Α ρε Γιάννη…. Τεσπα, ότι πεις, καλή τύχη.
Τις επόμενες εβδομάδες ο φιλαράκος μας πήγε και πήρε ένα σετ εργαλεία, έναν πάγκο, ένα γρύλλο, μέγγενη και ξεκίνησε να φτιάχνει τον κινητήρα από την αρχή.
Οι εβδομάδες έγιναν μήνες, οι μήνες χρόνος, η Ζωή έγινε μητέρα (με άλλον άντρα), τα μαλλιά του Γιάννη άσπρισαν, εγώ πέρασα σούπερ τέλεια στις διακοπές μου (αυτός πάλι δεν είχε λεφτά για να πάει γιατί του τα έτρωγε όλα η R51) μέχρι που μια μέρα, ένα χρόνο μετά, πάλι Νοέμβριο το τηλέφωνο χτύπησε και η ποθητή ανακοίνωση ακούστηκε στα αυτιά μου.
– Έλα ρε, δουλεύει.
– Δουλεύει – δουλεύει η θα πάμε πάλι να σε περιμένουμε και δεν θα έρθεις ποτέ?
– Όχι ρε, έχω κάνει δοκιμές, είναι κομπλέ. Αν θέλεις κάτι να γίνει κάντο μόνος σου. Η μηχανή είναι τζετ.
– Οκ. Θησείο απόψε?
– Θησείο απόψε.
Μαζευτήκαμε πάλι λίγο μουδιασμένοι, χωρίς περιπαικτική διάθεση.
Ο Γιάννης ήρθε.
Η BMW ακούγονταν σαν ρινόκερος με καρδιακή ανεπάρκεια στα πρόθυρα του θανάτου.
Τσούλαγε, αλλά με δυσκολία. Φρενάριζε, αλλά κάνοντας ένα ουιιιιιιιιιιιιιιτςςςςςςςςς λες και έξυνες τα νύχια σου επάνω στον μαυροπίνακα του σχολείου. Τα ηλεκτρικά της ήταν αλλού ντ αλλού. Πάταγες κόρνα και άναβε το πίσω φανάρι.
Μείναμε λίγο αμίλητοι.
– Εντάξει, δεν είναι τέλεια, αλλά σιγά σιγά θα την φέρω. Τώρα το έχω πια το άθλημα.
– Μπράβο Γιάννη, καλά χιλιόμετρα.
Χάρηκε.
Μετά τον καφέ ξεκίνησε να φύγει για να μην τον πάρει βράδυ καθώς –υπήρχε κάποιο μικρό πρόβλημα με τα φώτα.
Εμείς αποφασίσαμε να μείνουμε λίγο ακόμα.
Και τότε πάρθηκε η απόφαση.
Το επόμενο Σάββατο το βράδυ πήραμε ένα φορτηγάκι από έναν φίλο.
Πήγαμε στο σπίτι του Γιάννη.
Ανοίξαμε το γκαράζ με έναν λοστό και φορτώσαμε τη μηχανή.
Την πήγαμε στο εξοχικό του Κώστα στην Σαρωνίδα.
Την βάλαμε στο γκαράζ του.
Γυρίσαμε στα σπίτια μας.
Το επόμενο πρωί της Κυριακής ενας κατεστραμμένος Γιάννης μας πήρε τηλέφωνο και μας ανακοίνωσε την δραματική κλοπή και την ψυχολογική του συντριβή.
Όλοι μαζί τρέξαμε να τον συνδράμουμε στη δυστυχία του.
Κουράγιο φίλε, δεν πειράζει, κάτι θα γίνει, θα τη βρούμε, θα δεις όλα καλά θα πάνε.
Ένας συντριμμένος Γιάννης μας ράγιζε την καρδιά.
Βάλαμε αγγελία στην εφημερίδα, (τότε δεν είχε φέησμπουκ) εκλάπη BMW μπλα μπλα μπλα δίδεται αμοιβή. Τηλέφωνο και καλά βάλαμε το δικό μου για να κάνω διαπραγματεύσεις.
Τις επόμενες εβδομάδες πήγαμε τη μηχανή σε έναν σωστό μάστορα και βάλαμε ρεφενέ όλοι μαζί τα λεφτά για να την φτιάξει.
Προϋπόθεση να είναι έτοιμη πριν τα Χριστούγεννα…
20 Δεκεμβρίου, ήταν έτοιμη.
Αφού βεβαιωθήκαμε ότι όλα δουλεύουν ρολόι, αφού κάναμε από πέντε βόλτες ο καθένας και πιστοποιήσαμε πως όλα είναι όπως πρέπει, φορτώσαμε τη μηχανή και την αφήσαμε πέντε τετράγωνα δίπλα στο σπίτι του και ένας από εμάς φύλαγε τσίλιες μην έρθει κανα καλόπαιδο και τη βουτήξει.
Πήρα τηλέφωνο τον Γιάννη.
– Έλα τι έγινε?
– Φίλε, είσαι τυχερός. Με πήρανε τηλέφωνο. Το κανόνισα. Σε μισή ώρα πήγαινε στην οδό Τάδε και πάρε τη μηχανή σου.
– (Σιωπή) σοβαρά μιλάς?
– Ναι, άντε.
Φύγαμε όλοι μαζί πακέτο και πήγαμε εκεί που είχαμε αφήσει τη μηχανή.
Ενας τρεμάμενος Γιάννης την έβαλε μπροστά, σχεδόν κλαίγοντας.
Ξεκίνησε και την πήρε σπίτι.
Ακολουθήσαμε..
Την πάρκαρε.
Ήπιαμε κάτι μπύρες μας ευχήθηκε όλα τα καλά του κόσμου, ρώτησε πως έγινε και μας τη φέρανε, του είπαμε πως πληρώσαμε αλλά δεν θέλουμε φράγκο και φύγαμε. (ήρεμοι μετά από τρία χρόνια). Επιτέλους το μαρτύριο τέλειωσε. Μας κόστισε βέβαια κάτι παραπάνω αλλά σώσαμε τον φίλο μας.
Μέσα στις γιορτές των Χριστουγέννων, πάλι τηλέφωνο ο Γιάννης, να κατεβούμε ένα Θησείο, για να μας δείξει κάτι που θα μας κάνει να χαρούμε. Είχα και δουλειά δεν τον ρώτησα πολλά, είπα ΟΚ.
Μαζευτήκαμε πάλι όλοι και τον περιμέναμε.
Έφτασε με μια Honda Varadero.
– Τι είναι αυτό ρε?
– Ξέρετε παιδιά, ξενέρωσα τόσο με την BMW, που την έδωσα σε έναν που την ήθελε, και πήρα τη Χόντα να ηρεμήσει το κεφάλι μου.
– Τι έκανες λέει?
– Ναι, παιδιά είχατε δίκιο, δεν είναι τα παλιά εύκολη υπόθεση. Έχασα και τόσα λεφτά (εμείς να δεις) έχασα και τόσο χρόνο. Σταθείτε, που πάτε γιατί φεύγετε?
Και οι τέσσερις υπόλοιποι, σηκωθήκαμε, τον μουτζώσαμε, καβαλήσαμε τις μηχανές μας και φύγαμε.
Του ξαναμιλήσαμε μετά από 5 μήνες, όχι γιατί αλλάξαμε γνώμη ότι είναι τέρμα χαζούλιακας, αλλά επειδή βρήκε μια καινούργια γκόμενα που έφτιαχνε φανταστικό φρικασέ και μας φώναζε τις Κυριακές για τραπέζι.
Καλές Γιορτές!
Autoholix Team