Έχουν περάσει περίπου 55 χρόνια από την ημέρα που, από το μαιευτήριο με πήγαν σπίτι με την οικογενειακή Lancia.
Αυτό μάλλον στιγμάτισε ανεξίτηλα τον ψυχισμό μου και τον αυτοκινητιστικό μου βίο, αφού μια ζωή, από μικρό παιδί μέχρι τώρα (μεγάλο παιδί), κοιμόμουν και ξύπναγα με μία Lancia στο μυαλό μου…
Πέρασε ο καιρός, μεγάλωσα και πήγα σχολείο, πάντα μέσα σε μία σειρά οικογενειακών Lancia που αντικαθιστούσε η μία την άλλη. Και ήρθε η ώρα που, αρκετά χρόνια μετά (το 1990) ξεκίνησα για τα μεταπτυχιακά μου στην Γαλλία.
Μαζί με μένα ξεκίνησαν για την Γαλλία η ωριμότητά (;) μου, βιβλία, λεξικά, ρούχα, οι ευχές της οικογένειας και ένα χρηματικό ποσό για να πάρω από το Duty Free της Ζυρίχης το δώρο των γονιών μου για το πτυχίο μου: εκείνο το ρολόι TAG Heuer που είχα ζητήσει.
Έλα όμως που στην Ζυρίχη δεν πλησίασα καν τα σταντς των ρολογιών. Άλλα είχα στο μυαλό μου …
[Δυστυχώς για σας, αν είχα αγοράσει εκείνο το ρολογάκι θα γλυτώνατε από τις 1.500 λέξεις του πονήματος αυτού.]
Με την τακτοποίησή μου στο Στρασβούργο, άρχισε η βαθιά μελέτη, όχι των νομικών, αλλά της Mass des Annonces, της τοπικής Χρυσής Ευκαιρίας, χωρίς φωτογραφίες την εποχή εκείνη – άντε να διαλέξεις…
Και, μαζί με την μελέτη άρχισε το μέτρημα και ξαναμέτρημα των χρημάτων μου (είχα αδειάσει και τον τραπεζικό μου λογαριασμό στην Ελλάδα). Όμως, όσο και να τα μετρούσα, το ποσό δεν μεγάλωνε…
Οι μέρες περνούσαν άγονα, η μελέτη (είπαμε, της Mass) εμβάθαινε, μέχρι που μια μέρα το αντικείμενο του πόθου φώτισε τις ασπρόμαυρες σελίδες: μία Lancia Delta GT 1600 του 1984 πουλιόταν στο τάδεscheim (όλα τα χωριά της Αλσατίας σε -scheim τελειώνουν).
Ήταν σε πολύ καλή κατάσταση και είχε μόλις 80.000 χιλ., δηλ. αυτά έγραφε η αγγελία – τι, δεν πιστεύετε ότι το αυτοκίνητο είχε διανύσει μόλις 13.000 χιλ. τον χρόνο;
Η εκστρατεία με λεωφορείο προς το κ@l@χώρι προγραμματίστηκε για την επομένη ημέρα που, περιέργως, δεν έβρεχε – πάντα βρέχει όταν θέλεις να δοκιμάσεις ένα αυτοκίνητο.
Ούτε το μπέρδεμα με τα λεωφορεία, ούτε ο χαμένος δρόμος και η περιπλάνηση στους αγρούς (σε μία εποχή που δεν υπήρχαν κινητά και google maps) πτόησαν τον έμπειρο δοκιμαστή, ούτε καν η φάτσα παπατζή που είχε ο πωλητής που άνοιξε την πόρτα (κανονικά, ούτε να σου πουλήσει χαλασμένο πατίνι δεν σε ενέπνεε η φάτσα του).
Το αυτοκίνητο, όμως, με ενέπνευσε, είχε μάλιστα περάσει και control technique χωρίς παρατηρήσεις (στην Γαλλία είναι πιο σοβαροί στο θέμα αυτό): με το έμπειρο μάτι των 23 ετών μου φαινόταν ατρακάριστο και χωρίς σκουριές.
Μπορεί να μην είχε ηλεκτρικά καλούδια και ζάντες αλουμινίου, όπως οι Ελληνικές GT 1600, αλλά το χρώμα του ήταν καλό (φυσικά, δεν υπήρχε ήλιος στο Στρασβούργο για να το θαμπώσει), ενώ ο έμπιστος πωλητής με διαβεβαίωσε ότι η after market γυάλινη οροφή δεν έμπαζε νερά – αμφιβάλλει κανείς σας;
Και ήρθε η ώρα της οδήγησης όπου, παραδόξως, το αυτοκίνητο πήγαινε μια χαρά, δεν έτριζε/δεν κοπάναγε, φρέναρε καλά, ο χώρος του κινητήρα ήταν καθαρός (θα τον είχε πλύνει βέβαια) – όλα λειτουργούσαν στο ταμπλό και όλα φαίνονταν άψογα.
Ε, όχι και όλα δηλαδή, αφού έβγαζε λίγο άσπρο καπνό από την εξάτμιση, αλλά ο έμπειρος δοκιμαστής δεν μάσησε: ο καπνός ήταν άσπρος και όχι μπλε και δεν μύριζε λάδι – αν και είμαι σίγουρος πως και τηγανίλα με μαρίδα να μύριζε, και πάλι θα το παντρευόμουν το αυτοκίνητο.
Το βράδυ συμβουλεύτηκα τηλεφωνικώς τον τεχνικό μου σύμβουλο και Διευθυντή του αυτοκινητιστικού μου γραφείου (δηλαδή τον κολλητό μου φίλο και συμφοιτητή στην Νομική) και καταλήξαμε ομόφωνα και με σαφή τεχνική γνώση στην τηλεδιάγνωση ότι ο άσπρος καπνός ήταν από τα τσιμουχάκια των βαλβίδων, το δε αυτοκίνητο ήταν εξαιρετικό – για έλεγχο σε μηχανικό/φαναρτζή, μέτρηση συμπίεσης κλπ ούτε λόγος: «Να το πάρεις το κορίτσι!»
Έτσι, το όνειρο έγινε δικό μου έναντι 8.000 γαλλικών φράγκων (=240.000 δρχ.) – ευτυχώς είχε μόλις έρθει η επιταγή του επόμενου μήνα από την Ελλάδα, ο δε σκοπός της παρουσίας μου στην Εσπερία μετετράπη αυτομάτως σε εκπαιδευτικό/περιηγητικό.
Όσο για το δώρο πτυχίου… τον καρπό μου συνέχισε να στολίζει το Swatch που είχα από παλιά, αλλά στους γονείς μου είπα την αλήθεια: «Ναι, το πήρα το ρολόι. Τι μάρκα; Veglia Borletti, δεν την ξέρετε την μάρκα; Ε, να, έχει και ένα αυτοκίνητο γύρω του…» (παρόλο το άθλιο χιούμορ που προσπάθησα να κάνω ο αθεόφοβος, ακόμη ηχούν οι φωνές τους στ’ αυτιά μου…).
Έμενε μία ελάχιστη λεπτομέρεια, αν θα τα έβγαζα πέρα οικονομικά. Αλλά εγώ ήμουν πάντα αισιόδοξος άνθρωπος: θα κόψω από εδώ, θα κόψω από εκεί (λες κι υπήρχαν πολλές μεριές για κόψιμο στα οικονομικά του φοιτητή) κι έτσι θα πληρώσω ασφάλεια, vignette, τίποτα δεν με πτοούσε μπροστά στην κοινή ζωή που ανοιγόταν μπροστά μου με την Ιταλίδα των ονείρων μου.
Εδώ δεν με πτόησε ούτε η βροχή της πρώτης μέρας μετά την αγορά που διέψευσε τις τίμιες διαβεβαιώσεις του πωλητή για την στεγανότητα της οροφής, ούτε καν τα αναγομωμένα λάστιχα που φορούσε η Delta – και τα οποία αλλάχτηκαν αμέσως με κάτι άθλια Firestone, τα πιο φτηνά «κανονικά» λάστιχα που βρήκα.
Ξέρω, όλοι εσείς (και κυρίως οι φίλοι VAGίτες και λοιποί γερμανολάτρες) περιμένετε με χαιρεκακία να διαβάσετε μια πικραμένη ιστορία συμβίωσης με καπριτσιόζα Ιταλίδα ερωμένη και ανατιναγμένες μπιέλες, τρύπια πατώματα, χυμένα λάδια, βραχυκυκλώματα και φωτάκια που αναβοσβήνουν σαν χριστουγεννιάτικα λαμπάκια.
Λυπάμαι που σας το χαλάω, αλλά ο Θεός μερικές φορές αγαπάει τον αφελή sognatore: η «εμπειρία» μου και οι …στέρεες τεχνικές μου γνώσεις δεν διαψεύστηκαν: το αυτοκίνητο ήταν, όχι μόνο καλό, αλλά αποδείχτηκε και εξαιρετικά αξιόπιστο: έζησε μαζί μου 19 μήνες, μέσα στους οποίους το φόρτωσα με 85.000 χιλιόμετρα και, όλα αυτά, με την όποια «συντήρηση» άντεχε να κάνει ο φοιτητής στις άθλιες γιάφκες/συνεργεία του μάστρο-Faramarz του Ιρανού και του μπεκρο-Tisic του Σέρβου.
Μόνη βλάβη μία αντλία νερού (και μία κακή στιγμή: μια μικρή διαφωνία με ένα τραμ στις Βρυξέλλες την επόμενη χρονιά).
Και ήταν και ευχάριστο οδηγικά: με τους 105 ίππους του ήταν ζωντανό, φρέναρε άψογα με 4 δίσκους και είχε ένα εξαιρετικό κράτημα, παρά τα φτηνιάρικα λάστιχα.
Βέβαια, φτάνοντας το επόμενο καλοκαίρι μέσω Bari στην Ελλάδα, η Ιταλίδα όταν ζεσταινόταν έμοιαζε με την Aston Martin του James Bond, καθώς η τσιμινιέρα άφηνε πίσω της ένα πυκνό προπέτασμα άσπρου καπνού.
Κι όμως, ο μάστορας της οδού Κάρπου γνωμάτευσε ότι ήταν όντως από τα τσιμουχάκια των βαλβίδων (να τον ακούτε τον γερο-δάσκαλο…) και, μετά την επισκευή του καπακιού, το γερό σέρβις που με λυπήθηκαν και πλήρωσαν οι γονείς μου, την αλλαγή ιμάντα εκκεντροφόρου κλπ, η Delta ξανάνιωσε.
Πώς λοιπόν γίνονται 85.000 χιλ. σε λιγότερο από δύο χρόνια; Σας διαβεβαιώ πολύ εύκολα, ταξιδεύοντας από τον Ολλανδία στην Κρήτη, από την Σκωτία στην Νότιο Γαλλία και την Αν. Γερμανία και πάντα με καλή διάθεση εξυπηρέτησης κάθε φίλου: «Ο Γιώργος δεν βρήκε εισιτήριο για Στρασβούργο, να πάμε στην Ζυρίχη να τον μαζέψουμε…. Ο Δημήτρης πάει από την Αθήνα στα ανατολικά σύνορα της Γερμανίας για συνέδριο, ας πάρει αεροπλάνο για Βρυξέλλες και θα τον πάμε παρέα… Να βγούμε το βράδυ στην Καρλσρούη, γιατί όχι;»
Και σε όλα αυτά τα χρόνια το αυτοκίνητο επισκέφτηκε αδιαμαρτύρητα άπειρα μέρη με ήλιο, βροχή και χιόνι, μετέφερε αναρίθμητους φοιτητές κάθε εθνικότητας, μποτιλιαρίστηκε σε δεκάδες αυτοκινητοδρόμους και γνώρισε όργανα τάξης από πολλές χώρες: τους γερμανούς συνοριοφύλακες που προσπαθούσαν επί ώρα να καταλάβουν τι γύρευαν δύο Έλληνες φοιτητές με ένα γαλλικό αυτοκίνητο στις 2 το πρωί χειμωνιάτικα στα σύνορα Βελγίου-Γερμανίας, τον Ιταλό αστυνομικό που -με τα διαβατήριά μας στο χέρι- τσέπωσε το τριπλάσιο ποσό από αυτό που έγραφε η κλήση που μας έκοψε, τον Έλληνα που με έγραψε για υπερβολική ταχύτητα και όλους τους άλλους που μας ξαναέγραψαν, τον Γερμανό που συγχώρεσε (!) τα 7 άτομα και την υπερβολική ταχύτητα….
Κυρίως, όμως, το αυτοκίνητο καθιέρωσε … μια νέα δίαιτα: Lancia Slimming Center. Κατανάλωσε πάνω από 9.000 λίτρα βενζίνης, δεκάδες λίτρα φτηνό λάδι, λάστιχα, τακάκια κλπ, ωθώντας τον Μιχάλη στην λιμοκτονία: η Ιταλίδα ερωμένη μου τα έφαγε τα λεφτά μου και για να ζήσει το κορίτσι εγώ είχα βγάλει σπαγγέτι και ρύζι από τα αυτιά μου, ενώ όταν την έδωσα, είχα πια ανοίξει δύο νέες τρύπες στην ζώνη μου.
Σε σημείο που, όταν κάποτε με επισκέφτηκε η αδελφή της μάνας μου, μάλλον τρόμαξε και, αφού με τραπέζωσε σε ένα καλό εστιατόριο (καιρό είχα να φάω σαν άνθρωπος), μου άφησε και ένα σοβαρό ποσό για δώρο. Μαντέψτε …. το επένδυσα σε πίσω αμορτισέρ ….
Και κάποτε τέλειωσαν τα μεταπτυχιακά (μετά από όσα διαβάσατε θα σας φανεί απίστευτο, αλλά, ναι, επιτυχώς). Μαζί με αυτά τέλειωσε και η ανά τη Ευρώπη περιήγηση και ήρθε η ώρα να αποχωριστώ την Delta.
H οκτάχρονη αγαπημένη δεν πέρασε μεν το -υποχρεωτικό πριν την πώληση- control technique γιατί υπήρχε διαφορά στην πέδηση (προφανώς κατανεμητής), αλλά ο ευτυχής νέος αγοραστής -Αλσατός μηχανικός Lancia- ανέλαβε να το φτιάξει αυτός. Με 6.000 φράγκα, του είχε φανεί καλή ευκαιρία η αγορά μίας Delta GT με σχετικά «λίγα» χιλιόμετρα (τόσο είχε «ξανανιώσει» το αυτοκίνητο στο υπόγειο της οδού Κάρπου….).
……………………………………………….
Αγαπώ τα αυτοκίνητα, αλλά ποτέ δεν δένομαι με αυτά, σύγχρονα ή κλασσικά. Κι όμως, από την εποχή της ιστορίας μου πέρασαν χρόνια, στο γκαράζ μου βρέθηκε παρέα από κλασσικές Lancia, αλλά την συγκεκριμένη την θυμάμαι πάντα γλυκά (ελπίζω και ο επόμενος ιδιοκτήτης της να με θυμάται πάντα με την ίδια γλυκύτητα…).
Έτσι, σήμερα υπάρχει πάλι μια Delta στο γκαράζ μου. Και, όπως είπε και ο πιο πάνω κολλητός μου και σύντροφος στην αυτοκινητιστική ακολασία, βλέποντας την προ 30 ετών φωτογραφία μπροστά στη Sacré Coeur:
«Μιχάλη, εσύ δεν έχεις αλλάξει με τα χρόνια, αλλά η Delta γκρίζαρε και φούσκωσε…».
Μιχάλης Δημάκης