Ο επικεφαλής της Μερσέντες στην F1, Τότο Βολφ χαρακτήρισε σημαντικό πυλώνα της Γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας την συνεργασία με την ΜακΛάρεν από το 1995 έως το 2014, επισημαίνοντας ότι τα ¨πραγματικά ασημένια βέλη” δεν επέστρεψαν μέχρι το 2010.
Οι ΜακΛάρεν και Μερσέντες ένωσαν τις δυνάμεις του το 1995 και είχαν μια επιτυχημένη συνεργασία για 19 χρόνια, στα οποία κατέκτησαν ένα πρωτάθλημα κατασκευαστών και τρία πρωταθλήματα οδηγών, δύο με τον Μίκα Χάκκινεν και ένα με τον Λιούις Χάμιλτον.
Το 2000, η Daimler αγόρασε το 40% στην ΜακΛάρεν με την φιλοδοξία την κατασκευή σπορ αυτοκινήτων. Από το 1997 η Βρετανική ομάδα υιοθέτησε το ασημί χρώμα στα αυτοκίνητα της κάτι που συνεχίστηκε μέχρι το 2014, ενώ από το 2015 που σταμάτησε την συνεργασία με την Μερσέντες, χρησιμοποιεί κατά κύριο λόγο το πορτοκαλί χρώμα.
Η Μερσέντες που δημιουργήθηκε από το 2010 αποτελείται από τρία κομμάτια- τον Τότο Βολφ, τον CEO του Ineos, Sir Jim Ratcliffe και την συνεργαζόμενη επιχείρηση, Daimler.
Ο Βολφ, σύμφωνα με το gpfans.com, δήλωσε ότι: “Η ΜακΛάρεν, εκείνη την εποχή, χωρίς αμφιβολία ήταν ένας σημαντικός πυλώνας στην ιστορία της Μερσέντες στην Formula 1. Αλλά στη θέση του οδηγού ήταν ο Ρον Ντένις που διαμόρφωσε αυτήν την ομάδα και όταν η Daimler αποφάσισε να αγοράσει μια ομάδα (Brawn GP) το 2009, έγινε η αναγέννηση των αληθινών ασημένιων βελών που είδαμε για τελευταία φορά στα 50s και τίποτα δεν άλλαξε αυτό από την προοπτική της ομάδας με τον τρόπο που εργάστηκε η Μερσέντες.
Αυτή επρόκειτο να είναι η “ομάδα Μερσέντες”, με την AMG Petronas και άλλους συνεργάτες να είναι πολύ καιρό μαζί μας και με την INEOS και με άλλα brands που θα είναι μαζί μας και στο μέλλον… Τώρα, έχουμε αποφασίσει ότι οι προοπτικές της αξίας του franchise μας ενδιαφέρουν πολλά άτομα και για αυτό το λόγο έχουμε αυτήν την δομή στα τρία. Έχω επενδύσει στην ομάδα και αύξησα τις μετοχές μου από το 30 στο 33%. Ο Jim Ratcliffe, ίσως ένας από τους πιο οραματιστές και οικονομικά έξυπνους επενδυτές, με τους συναδέρφους του, αποφάσισε να επενδύσει στην αξία του value του franchise της Formula 1. Για την Daimler, που είχε το 100% της ιδιοκτησίας (και μοίρασε το ποσό) ήταν ένα καλό deal και μια ενδιαφέρουσα συναλλαγή”.