Διαβάζοντας το πρόσφατο άρθρο – δοκιμή της Ισμήνης για το σύγχρονο MX5 Skyactiv-G, και για όλα όσα ανέμενε και δεν βρήκε σε αυτό, αποφάσισα να γράψω για τη δική μου εμπειρία από την συμβίωση με το προσφάτως αποκτηθέν ΜΧ5 πρώτης γενιάς, ή αλλιώς το «αλητάκι», όπως χαρακτηριστικά το ονόμασε.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Γεννηθείς το 1973, ήμουν δεν ήμουν 17 χρονών το Μάρτιο του 1990, όταν πρωτοαντίκρυσα το κόκκινο και μπλε MX5, στο εξώφυλλο του τεύχους 234 των 4Τ. Ο έρωτας υπήρξε κεραυνοβόλος, ειδικά αφού πέραν του αδιαμφισβήτητα ελκυστικού περιτυλίγματος, όλοι οι δοκιμαστές εκθείαζαν τη μηχανολογική αρτιότητα του συνόλου και την απέριττη αρχιτεκτονική του (λάτρης των ελαφριών κατασκευών γαρ).
Φυσικά, όπως πολλά από τα εφηβικά μας όνειρα, έτσι κι αυτό παρέμεινε πάντα όνειρο και παρόλο που από τα χέρια μου πέρασαν διάφορα σύγχρονα αλλά και παλιά αυτοκίνητα, ποτέ δεν είχα σκεφτεί να αποκτήσω ένα. Όλα αυτά μέχρι το φθινόπωρο του 2022, όπου μόλις έχοντας αποχωριστεί το 240z από το στόλο, η άδεια θέση στο γκαράζ άρχισε να με «γαργαλάει».
Έχοντας αποφασίσει ότι το επόμενο παιχνίδι πρέπει να είναι ξεσκούφωτο, αμφιταλαντευόμουν ανάμεσα στο MX5 MK1, την συνομήλικη LOTUS ELAN M100, και κάποια άλλα πιο σύγχρονα roadster, μάλλον όχι άξια αναφοράς.
Το να βρεις πλέον MX5 MK1 (ή ΜΧ5 ΝΑ αν προτιμάτε), χωρίς σημαντικές μετατροπές και σε καλή κατάσταση, είναι πλέον αρκετά δύσκολο, τουλάχιστον στην μικρή ελληνική αγορά, όπου τα συγκεκριμένα αυτοκίνητα έχουν συνήθως αλλάξει 4-5 χέρια και χρησιμοποιηθεί κατά κύριο λόγο κι αυτό που ακριβώς φτιάχτηκαν!!
Κάπου αρχές Δεκέμβρη αντίκρισα σε αγγελία ένα κατακόκκινο, μοντέλο 1991, με τις original (και δυσεύρετες πλέον) ζάντες του, χωρίς ουσιώδεις μετατροπές, και με λογικό αριθμό χιλιομέτρων. Η τιμή του λίγο πιο πάνω από το μέσο όρο της αγοράς, αλλά η μέχρι τώρα εμπειρία από παλιά αυτοκίνητα έχει δείξει ότι καλύτερα να πληρώσεις κάτι παραπάνω για όχημα χωρίς προβλήματα, παρά να μπεις στη διαδικασία των επισκευών.
Ο Χρήστος, δεύτερος ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου, το είχε ήδη καμιά 15ριά χρόνια στα χέρια του, και μου φάνηκε σοβαρός άνθρωπος που αποχωριζόταν κάτι που αγαπούσε μόνο και μόνο επειδή δεν το χρησιμοποιούσε πια. Δώσαμε τα χέρια και περί τα μέσα Δεκεμβρίου, ανήμερα στην ονομαστική μου εορτή, το «αλητάκι» ήρθε να κάνει παρέα στα υπόλοιπα μέλη του γκαράζ.
Είχα ξαναοδηγήσει MX5 φίλου, κάπου αρχές του αιώνα μας, κι είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν κάνει για το ένα και μοναδικό σου αυτοκίνητο, τουλάχιστον για κάποιον σαν εμένα που ήδη τότε οδηγούσα περί τα 30.000 χλμ το χρόνο σε αυτοκινητόδρομο.
Όμως τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το ΜΧ5 μου δεν ήρθε για να καλύψει ανάγκες μετακίνησης από το σημείο Α στο σημείο Β (αν και το κάνει απροβλημάτιστα κι αυτό), ήρθε για να μου θυμίσει την εποχή που έβγαινα με το αυτοκίνητο όχι για να πάω κάπου, αλλά απλά για να το οδηγήσω. Σίγουρα οι συνθήκες έχουν αλλάξει και για να βρεις την κατάλληλη διαδρομή για να το ευχαριστηθείς, θα πρέπει είτε να πας λίγο πιο μακριά, είτε να βγεις μια λίγο «ξεκάρφωτη» ώρα στους δρόμους.
Σε κάθε περίπτωση το «αλητάκι» θα σε αποζημιώσει με το γρήγορό του τιμόνι, το τέλειο ζύγισμα, και το απόλυτο ελεγχόμενο ξεκόλλημα. Τα μηχανικά του μέρη, παρά τα 32 πλέον χρόνια τους λειτουργούν όλα υποδειγματικά, με το μοτέρ λίγο νωχελικό χαμηλά αλλά να στροφάρει όμορφα από τις 4+, το κιβώτιο ταχυτήτων να παραμένει από τα κορυφαία σε αίσθηση που έχω οδηγήσει, και το μπλοκέ στον πίσω άξονα να σου δίνει αυτοπεποίθηση ελέγχοντας την όποια πλαγιολίσθηση κατά το δοκούν.
Το πιο ωραίο είναι ότι δεν θα χρειαστεί καν να κινηθείς σε επικίνδυνες ταχύτητες προκειμένου να το απολαύσεις. Σου προσφέρει οδηγική απόλαυση απο την πρώτη στιγμή που θα πιάσεις το τιμόνι στο χέρι, και θα σπρώξεις το μικροσκοπικό λεβιέ στην πρώτη ταχύτητα.
Έχοντας περάσει από τα χέρια μου διάφορα σύγχρονα και παλιά (ας τα πούμε ιστορικά) αυτοκίνητα, στο ΜΧ5 βρήκα έναν υπέροχο συνδυασμό, κλασσικής εμφάνισης, (κλασσικό ήδη από την πρώτη μέρα της παρουσίασης του) οδηγικής ευχαρίστησης, αλλά και σχετικής άνεσης, όντας εξοπλισμένο με ένα πολύ καλό υδραυλικά υποβοηθούμενο τιμόνι, ένα ψεκαστό μοτέρ που εκκινεί με μισή μιζιά, ακόμη δε στην περίπτωσή μου, και με ένα αποτελεσματικό AC, αν και επιλέγοντας πάντα την ανοιχτή οδήγηση, μάλλον δεν το χρειάζομαι!! Όλα τα παραπάνω με κάνουν να θέλω να το βγάλω βόλτα σε κάθε ευκαιρία, ακόμη τελικά και για μικρές ανούσιες μετακινήσεις.
Η ιδανική βόλτα δεν έχει ακόμη γίνει, περιμένοντας τη μέρα που οι υποχρεώσεις θα αφήσουν ταυτόχρονα σε μένα και το έτερο ήμισυ, δυο – τρεις μέρες ελεύθερες για μια φθινοπωρινή βόλτα σε αγαπημένες ορεινές διαδρομές, ή μια ανοιξιάτικη απόδραση σε κάποιο νησί, ή ίσως ένα μικρό road-trip στην Τοσκάνη!! (Αν κάτι έχει μείνει δωρεάν, αυτό είναι τα όνειρα, ας μην τα τσιγκουνευόμαστε).
Πρόκειται λοιπόν για το τέλειο αυτοκίνητο; Μα φυσικά και όχι, πρόκειται όμως για ένα υπέροχο παιχνίδι, το οποίο μπορεί κανείς να το αποκτήσει σε μια λογική τιμή (ειδικά τα της δεύτερης γενιάς NB).
Θα ήθελα κάτι παραπάνω; Σίγουρα μια 6η ταχύτητα, όντας πλέον συνηθισμένος στα μακριά 6τάχυτα turbo-diesel, έχω μονίμως την αίσθηση ότι κρατάω ψηλά τις στροφές χωρίς λόγο.
Τι μου αρέσει πιο πολύ; Η έκπληξη στα μάτια των μικρών παιδιών, όταν κάνοντας τους σινιάλο στην διάβαση για να περάσουν, αντικρίζουν ίσως για πρώτη φορά το παιχνιδιάρικο ανοιγοκλεισμα τον pop-eye φαναριών και τραβάνε από το χέρι τον μπαμπά ή τη μαμά για να τους το δείξουν!!
Σπύρος Μουστάκας