Τα τελευταία 2 χρόνια ο Κώστας επισκέπτεται το κέντρο φυσικοθεραπείας μαζι με την κοπέλα του. Εκείνος για να μπορέσει να δυναμώσει και να βελτιώσει τις κινήσεις των ποδιών του, εκείνη για να μπορέσει να ξαναπερπατήσει.
Από εκείνη την μέρα ορκίστηκε να μην ξανακαβαλήσει οτιδήποτε έχει 2 τροχούς, ούτε καν ποδήλατο, ενώ ακόμη και τα αυτοκίνητα τα αντιμετώπιζε με πολύ επιφυλακτικοτητα. Ας όψονται οι υποχρεώσεις και οι ανάγκες για μετακίνηση.
Ο χαρακτηρισμός «αναλώσιμες» ταίριαζε γαντι σε ολες τις προηγούμενες σχέσεις του. Υστέρα από 2-3 μήνες οι περισσότερες πάθαιναν λουμπάγκο από το σκυψιμο , ενώ τα σημαδια από τα νυχια στο ντεποζιτο του χαλούσαν την διάθεση.
Μετά ήταν και ο αέρας.
Όσες ήταν αρκετά θαρραλέες ώστε να μην φορούν κράνος, άλλαξαν ριζικά Λούκ στο μαλλί, ενώ το ανεπιθύμητο χτίσιμο δικέφαλων ήταν δωρεάν μεν αλλα ανεπιθύμητο δε γιατί συνήθως κατέληγε με θλάσεις από την κόντρα σε κάθε φρενάρισμα.
Κάποιες υποτίθεται ήταν εξοικειωμένες και δεν φοβόντουσαν την ταχύτητα, όπως ακριβώς και ο θηριοδαμαστής είναι εξοικειωμένος και δεν φοβάται τα Λιοντάρια.
Τα 180 άλογα όμως σε συνδυασμό με 200 κιλά είναι πιο εκρηκτικά σε τέρμα γκάζι και από υγρό άζωτο αναμεμειγμένο με πυρίτιδα, γιαυτο και μετα από 1-2 ανοιγματα θυμοντουσαν ότι ξεχασαν ανοιχτο τον θερμοσιφωνα η το φαγητό στο φούρνο, ενώ το τρέμολο στα ποδια εφευγε μετα από 10 λεπτα τουλαχιστον.
Η Ρούλα ηταν υπομονετική σε όλα και καταφερε μεσα σε λιγο χρονικο διαστημα να ηρεμησει τον Κωστα από τις σούζες, τις σφήνες, τα πλαγιάσματα, ενώ τον έπεισε να ξαναβαλει την ησυχη εργοστασιακη εξατμιση ώστε να μπορουν πλεον να μιλανε στις βολτες. Σε μια από αυτές, μια γρηγορη κατηφορικη αριστερή είχε ακόμη νερά, από την βροχή της προηγουμενης νυχτας. Το τιμόνι κλείδωσε σε high side και η μηχανή γλίστρησε με την μούρη για λίγα μέτρα. Ο ενας βρεθηκε στον Δρομο και ο άλλος στο κρασπεδο πιο περα.
Για ένα μεγαλο χρονικο διαστημα ο Κωστας κλειστηκε στον εαυτο του, μιας και θεώρησε εαυτόν ως υπεύθυνο για ότι έγινε, καταδικαζωντας ισοβια τον εαυτο του, στο πιο απομονωμενο κελι της φυλακής του μυαλού του, μακριά από κάθε δραστηριοτητα. Εβαλε πολλα κιλα και στον δρομο σπανια σηκωνε το κεφαλι του. Μια μερα σταματησε εξω από μια αντιπροσωπεια με μηχανες. Πλησιασε κοντα. Μπήκε μέσα και χάζεψε λίγο ένα κατάμαυρο gsxr 1000 K12. Χαιδεψε λιγο την μανεττα του συμπλεκτη και το φερινγκ και εφυγε.
Την συναισθηματικη του χειμερεια ναρκη ξυπνησε το βιολογικο ξυπνητήρι του πάθους του, στέλνοντας του ένα ειρωνικο μα τοσο αληθινο μηνυμα.Οτι δεν σε σκοτωνει σε κανει πιο δυνατο. Φυλακιζοντας το παθος του, εχασε την συνδεση του με την ζωή, η οποια όμως για λιγο εμεινε ανενεργη και περιμενωντας το καταλληλο σημειο επανηλθε δριμυτερη.
Περνούσε κάθε μέρα έξω από την αντιπροσωπεία και με την πρόφαση να διαβάζει τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων στο απέναντι περίπτερο χάζευε την μαύρη super sport έξω από την βιτρίνα. Μια μέρα δεν άντεξε, μπήκε μέσα. Ασυναισθητα πηγε να την πλησιασει για να εισπραξει έναν μεγαλοπρεπεστατο πονο από την μεση του. Ρωτησε την τιμη και εφυγε.
Δοκιμασε να οδηγησει σκυφτη μηχανή, κρυφά από την Ρούλα, μετα από έναν χρονο. Εκανε τον γυρο του τετραγωνου. Τόσο είχε πει, τόσο τον είχαν αφήσει, χατιρικα. Γυρισε μετα από ένα 10λεπτο εχοντας ηδη περασει την πορτα που εγραφε «απαγορευεται η εισοδος», αγοωντας επειδικτικα την επιγραφη.
Γυρισε σπιτι αργα προσπαθωντας να ξεχασει οσα είδε, οσα έζησε, όσα ένιωσε, μάταια όμως. Εκεινο το βραδυ δεν μιλησε με την Ρουλα εκλεισε το κινητο και χαθηκε σε ένα συννεφο σκεψεων που θεωρουσες ότι μυριζε καμενο Pirelli asymmetric και άκαυτη σούπερ αμόλυβδη.
Περασε το βραδυ στριφογυριζοντας στο κρεβατι ιδρωμενος κανοντας απειρες σκεψεις βαζοντας στην συναισθηματικη ζυγαρια την λογικη και το συναισθημα που εκεινη την στιγμη ζυγιζαν και τα δυο το ίδιο, οπως ακριβως ζυγιζει ενας τονος βαμβάκι, με έναν τόνο χαλκό.
Ξυπνησε ιδρωμενος απο το κυνηγητο των συναισθηματων και ενιωθε πως οι συνηθειες του παρελθοντος ειχαν ανακαλυψει το κρησφύγετο της ηρεμίας, της γαλήνης και της συμβατικοτητας που κρυβοταν εδω και πολυ καιρο. Ντύθηκε γρήγορα, βγάζοντας από την ντουλάπα το μαύρο γρατζουνισμένο acerbics μέτρησε κάθε τελευταία του αποταμίευση, πήρε μαζί του ταυτότητα και εκκαθαριστικό και κατευθύνθηκε προς την βιτρίνα με το μαύρο Suzuki .
Τσεκαρωντας το εισητηριο στην εισοδο του αστικου λεωφορείο άκουσε μια φωνή. «Κώστα που εισαι ρε φίλε, τι κανεις;», ανακαλυπτωντας οτι ο οδηγος ηταν φιλος απο τα παλια που ειχαν να ειδωθουν καιρο και να μαθει νεα του.
Μέχρι να κατέβει είχε μαθει οτι ο παλιος του φιλος , με τον οποιο ειχαν ξυσει αρκετες φορες τα γονατα τους σε στροφες με τις μηχανες τους ήταν πλέον οικογενειάρχης, συνιδιοκτήτης αστικού λεωφορείο και πατερας 2 παιδιων.
Όταν τον ρώτησε αν έχει επαφή με τα διτροχα ακόμη, του απάντησε «Φυσικά. Παίζουμε moto gp στο PlayStation με τα παιδιά. Αλήθεια που πας πρωί πρωι; Για ψωνια;» Κατεβηκε μια σταστη πριν απο τον προορισμο του και περπάτησε λίγο.
Σταματησε εξω απο ενα Χρυσοχοειο και βγηκε εξω μετα απο λιγο κρατωντας ενα μικρο κουτάκι με ένα φιογκάκι. Περασε εξω απο την βιτρινα με το μαυρο Κ12 ρίχνοντας του μια τελευταία ματιά.
Εσφιξε με δυναμη στο χερι του το μικρο κουτακι που ειχε αγορασει πριν λιγο και το αφησε να πεσει μεσα στην τσεπη του, οπως πριν καμποσα χρονια αφηνε με δυναμη τον συμπλεκτη για να ξεκινήσει δυνατά.
Μόνο που αυτη την φορα η εκκινηση ηταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Με την πεποιηθηση μεσα του πως αν δεν εκτιμας αυτα που εχεις σήμερα, η ζωη θα σε διδαξει να αγαπησεις αυτα που εχασες χθες, σχηματισε στο κινητο του το τηλεφωνο της Ρουλας και χάθηκε ανάμεσα στο πλήθος.
ΗΠ