Η δουλειά μου με φέρνει σε επαφή με κάθε τι καινούργιο στην αγορά του off road. Και όσο κι αν μου αρέσει, συχνά με κάνει να ταυτίζω την περιπέτεια με τα high-tech προϊόντα του χώρου μας. Έτσι χρειάζεται πότε πότε να θυμάμαι πως η ικανοποίηση της ανάγκης να γνωρίσουμε the new and the unseen δεν μετριέται με specs.
Τις προάλλες λοιπόν έπεσε στα χέρια μου ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από ένα παλιό ταξίδι και θέλω να μοιραστώ την ιστορία του μαζί σας. Επιτρέψτε μου όμως πρώτα να σας γνωρίσω κάποιον.
Λοιπόν, αυτός ήταν ο παππούς. Ένα Land Rover Series III SWB του τέλους της δεκαετίας του ’60, με μεταξόνιο 88 ιντσών και κινητήρα βενζίνης 2.25 λίτρων.
Τον είχα βρει σε αποκαρδιωτική κατάσταση, στο γκαράζ ένος διαφημιστή πελάτη μου.
Όταν όμως τον ανακατασκευάσαμε με τον κύριο Κώστα, ρίχνοντας ατελειώτη προσωπική δουλειά, ξενύχτια και χρήματα, έγινε κούκλος! Το κάθετι επάνω του ήταν original. Από το σαζμάν μέχρι τους καθρέπτες και την χειμωνιάτικη τέντα από καραβόπανο. Μέχρι και το χρώμα bronze green deluxe από τα sixties ήταν το γνήσιο, φερμένο από την Αγγλία.
Είχε μόνο 74 ίππους, όσους ένα σύγχρονο αυτοκίνητο πόλης. Είχε όμως αρκετή ροπή, πολύ κοντό gearing και ζύγιζε όσο τα κορυφαία σπορ αυτοκίνητα, δηλαδή το μισό απ’όσο ζυγίζει σήμερα το FJ μου. Με τόσο χαμηλό βάρος, military τροχούς 700Χ16, άκαμπτους άξονες και καλές γωνίες, μπορούσε να περάσει από σημεία που φάνταζαν απροσπέλαστα. Ήταν πραγματικά λεβέντης με τα κριτήρια της εποχής του.
Όπου κι αν βρισκόταν κέρδιζε την αγάπη και τον θαυμασμό. Ήταν όμορφος, σπάνιος, εξέπεμπε καλό γούστο και πολλή δουλειά κι ο κόσμος δεν δίσταζε να εκδηλωθεί και να μου πιάσει κουβέντα. Μου έχει χαρίσει αξέχαστες διακοπές σε Ελληνικά νησιά και μεθυστικές βραδυνές βόλτες σε παραλιακούς δρόμους.
Εκεί που δεν το είχε, ήταν στην άνεση και την ασφάλεια. Άβολα flat καθίσματα χωρίς σχήμα και headrest, καμία μόνωση και ανάρτηση κάρου. Επιπλέον, πανάρχαια φρένα και πολύ στενό μετατρόχιο.
Αν σκεφτώ τι κάναμε τότε, ακόμα και η δυσκολότερη διαδρομή με τα σημερινά οχήματα μου φαίνεται βαρετά ασφαλής. Με τον παππού έζησα φανταστικές περιπέτειες στη Β. Ελλάδα.
Μία απ’αυτές ήταν πραγματικό epic expedition. Δύο εβδομάδες διάσχιση από δασικούς δρόμους και αχαρτογράφητα μονοπάτια από το Κιλκίς μέχρι τα Πομακοχώρια της Ξάνθης. Όλη σχεδόν η αχανής Ροδόπη, διανυκτερεύοντας με σκηνές καθημερινά σε διαφορετικό δάσος.
Φυσικά χωρίς GPS. Χάρτινος χάρτης, πυξίδα, υπολογισμός των διαδρομών με αζιμούθιο, ψάξιμο και απίστευτο fun. Κολύμπι σε ποτάμια, βουτιές σε καταρράκτες, περπάτημα σε μονοπάτια με ίχνη από αρκούδες, διαβίωση στα καλύτερα της και πάρα πολύ off road. Απόλυτη αίσθηση ελευθερίας.
Η παρέα μας ήταν εννέα μπουμπούκια. Δύο κολλητοί μου από Β.Ελλάδα, ένας φίλος από Κρήτη, εγώ και πέντε κορίτσια. Τα οχήματα μας έμοιαζαν και τα τρία λες και τα είχαμε κλέψει από τα γυρίσματα κάποιας ταινίας εποχής.
Ένα Jeep CJ2, ένα Austin Gypsy και ο παππούς. Αθροιστικά είχαν 100 χρόνια ζωής πίσω τους. Επίσης είχαν ίσως 100 ίππους, αθροιστικά πάντα. Κανένα δεν είχε σκεπή ή κάποια προστασία για τους επιβάτες από τη σκόνη και τον ήλιο, το κρύο και τη βροχή.
Κουβαλούσαμε 100 λίτρα εφεδρικά καύσιμα για το κάθε όχημα, τρόφιμα για 10 γεύματα, ανταλλακτικά, σκηνές, υπνόσακκους κλπ, συν σκεύη για το μαγείρεμα, όπλα, survival gear κι όλα τα συναφή.
Τα οχήματα ήταν φορτωμένα σε υπερβολικό σημείο. Το πλάνο ήταν κάθε λίγες μέρες να κατεβαίνουμε στον πολιτισμό για ανεφοδιασμό. Νερό φυσικά είχαμε όσο θέλαμε, από τις αμέτρητες πηγές του δάσους. Ξεκινήσαμε βράδυ, επίτηδες για να οδηγήσουμε όλη τη νύχτα κάτω από τ’αστέρια και να αποφύγουμε το ψήσιμο από τον ήλιο.
Όμως στην ανάβαση προς το Καστανοχώρι, λίγο πριν ξημερώσει, το μοτέρ του CJ δεν άντεξε κι έφυγε for a better place.
Ήττα. Άναμα φωτιάς, καφές και συμβούλιο των αντρών της φυλής.
Πράγματι οι επιλογές που είχαμε ήταν να επιστρέψουμε ηττημένοι ή να συνεχίσουμε την περιπέτεια με τους δύο Εγγλέζους, το Austin και τον παππού.
Αποφασίσαμε το δεύτερο κάτω από τα βλέμματα των κοριτσιών που μας παρακολουθούσαν να λέμε με απόλυτη σοβαρότητα, με μάτια κόκκινα από τη σκόνη, πως όταν ξημερώσει θα συνεχίσουμε με τα εναπομείναντα οχήματα. Έτσι κι έγινε.
Ο παππούς ρυμούλκησε το πεθαμένο τζιπ στο Καστανοχώρι και επέστρεψε. Φορτώσαμε τα πάντα και τα δέσαμε. Στη συνέχεια ο κόσμος ανέβηκε πάνω στα πράγματα και συνεχίσαμε.
Θυμάμαι ότι κατά το μεσημέρι της επόμενης μέρας ένας φίλος μου (Tom, ζεις;) αποκοιμήθηκε πάνω στα πράγματα και παρολίγο να πέσει έξω απ’το όχημα. Τελικά μας πήρε 40 ώρες να φτάσουμε στην καρδιά του Καράντερε.
Το φορτίο ήταν τόσο που η χρήση του low range ήταν σχεδόν μονόδρομος, ενώ τα πρωτόγονα φύλλα σούστας του παππού είχαν γίνει τόσο άνετα όσο ποτέ άλλοτε από το βάρος που σήκωναν.
Κάθε λίγο έπρεπε να συμπληρώνουμε λάδι στον πίσω άξονα. Κατά τ’άλλα όμως το Land Rover δούλευε σαν ραπτομηχανή. Ούτε υπερθέρμανση, ούτε τίποτα.
Οι μέρες περνούσαν, οι διακοπές μας συνεχίζοταν και όλοι, ιδίως τα κορίτσια προς έκπληξη μας, περνούσαμε μαγικά. Μπάνιο, δάσος, περιπέτεια, φωτιά το βράδυ και ατέλειωτο γέλιο και κουβέντες.
Η έκπληξη του ταξιδιού ήταν ακόμα μπροστά μας αλλά δεν το ξέραμε. Φεύγοντας από το Στραβόρεμα στο δάσος του Φρακτού για Θέρμα και Παρανέστι, χάσαμε επαφή με το Austin. Ασυρμάτους δεν είχαμε, ήμασταν ακόμα εντελώς πρωτόγονοι. Για κινητά και άλλα τέτοια gizmos ούτε λόγος.
Προς το απόγευμα, μετά από πολύ ψάξιμο στα μονοπάτια για ίχνη από τα λάστιχα του Austin αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο σημείο του camp της προηγούμενης νύχτας και να πιάσουμε τη διαδρομή από την αρχή.
Kατά τις 2 τη νύχτα τα φώτα του παππού έπεσαν πάνω στις σκηνές της παρέας και μερικά μέτρα πιο κάτω είδαμε και το Austin.
Τα παιδιά μας είπαν τι είχε γίνει. Το Austin είχε φύγει στο πλάϊ του μονοπατιού και είχε τουμπάρει. Μη έχοντας σκεπή, roll cage, τέντα, τίποτα πάνω από τους επιβάτες, στην πρώτη τούμπα άδειασε στο έδαφος τους ανθρώπους και όσα πράγματα δεν ήταν δεμένα. Και συνέχισε μόνο του άλλη μία ολόκληρη τούμπα πριν σταματήσει στα πιο κάτω δέντρα. Κανείς δεν είχε πάθει τίποτα περισσότερο από γρατζουνιές!
Αν δεν το είχα δει με τα μάτια μου δεν θα το πίστευα. Βλέποντας ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο, τα παιδιά έστησαν σκηνές, άναψαν φωτιά, μαγείρεψαν και μας περίμεναν. Ήξεραν ότι θα τους ψάχναμε με κάθε τρόπο μέχρι να τους βρούμε.
Όταν τους βρήκαμε τη νύχτα είχαν μπει ήδη στις σκηνές για ύπνο. Δεν είχαν εμφανή σημάδια μετατραυματικού στρες.
Το επόμενο πρωϊ έκπληκτοι διαπιστώσαμε ότι το Austin δεν είχε πάθει σοβαρή ζημιά. Μόνο τσαλακωμένες λαμαρίνες, σπασμένα παράθυρά και παρπρίζ. Ηλεκτρικούς εργάτες όμως δεν είχαμε. Μόνο high-lift, πολλά μέτρα σχοινί, τσεκούρια, εργαλεία, τον παππού και τα χέρια μας.
Ετοιμάσαμε στη φωτιά σιτεμένα μοσχαρίσια steaks, πατάτες στη χόβολη και δυνατό καφέ και μετά πιάσαμε δουλειά. Προς το απόγευμα το είχαμε βγάλει. Θέλαμε να το γυρίσουμε στις ρόδες του σιγά σιγά με τα σχοινιά και το high-lift, ασφαλίζοντας το πάντα από ψηλότερα δέντρα.
Και στο τέλος να το τραβήξουμε από την απότομη πλαγιά. Θυμάμαι ότι σ’ αυτή τη τελική προσπάθεια τραβήγματος, είχαμε ανέβει και οι εννέα πάνω στον παππού γιατί αλλιώς σπίναρε και δεν μπορούσε να το τραβήξει.
Υπάρχει σίγουρα λόγος που αυτά τα αρχαία Land Rover είναι θρύλοι. Άντεξε, ούτε μυρωδιά συμπλέκτη, ούτε οποιαδήποτε ζημιά. Εννοείται ότι εκείνο το βράδυ φάγαμε ξανά φανταστικά και με εξαιρετική όρεξη. Την επομένη κάναμε τις απαραίτητες επισκευές στην μηχανή του Austin και συνεχίσαμε τις διακοπές μας, μέχρι την ημερομηνία που επιστρέψαμε κύριοι στον πολιτισμό.
Στην Ροδόπη ξαναταξιδέψαμε πολλές φορές κι έχω πολλές τέτοιες ιστορίες. Κανείς ευτυχώς δεν ξανάπεσε σε γκρεμό. Μεχρι που εκείνη η παρέα σκόρπισε, όπως γίνεται συνήθως.
Ένα τέτοιο ταξίδι δεν θα μπορούσε να γίνει σήμερα.
Θα το θεωρούσα επιπόλαιο και δεν θα εξέθετα τα παιδιά και τους ενήλικες της παρέας σε τέτοιες συνθήκες. Σίγουρα περιφρονήσαμε κάθε κανόνα ασφαλείας και είχαμε τεράστια τύχη που γυρίσαμε όλοι πίσω.
Την αίσθηση της ελευθερίας όμως, την κακουχία, τις νύχτες στα ξέφωτα του πανάρχαιου δάσους με τη λάμψη της φωτιάς να ζωγραφίζει παράξενα σχήματα στα γύρω έλατα, τις βουτιές στις φυσικές πισίνες με το παγωμένο νερό, την συντροφικότητα και την εξάρτηση από τον διπλανό σου για την επιβίωση, νιώθω τόσο μα τόσο τυχερός που τα έζησα.
Και θα ‘θελα κι η μικρή μου να μάθει πως αυτά δεν υπάρχουν μόνο στα βιβλία.
Μιχάλης Μισκής
*Οδοιπορικά με ουσιά και συναίσθημα δυστυχώς σήμερα σπανίζουν στο διαδύκτιο, καθώς για να μπορέσεις να εκφράσεις ένα συναίσθημα θα πρέπει πρώτα να είσαι άνθρωπος που μπορεί να βιώσει την στιγμή πριν γράψει για αυτήν. Ένας τέτοιος άνθρωπός είναι ο φίλος και συνεργάτης Μιχάλης Μισκής που με άφησε να μοιραστώ την αναμνηση του μαζί σας..
Αν θέλετε να βιώσετε περισσότερα Off Road οδοιπορικά επισκευθείτε την σελίδα Nomad Off Road στην διευθυνση : http://www.nomad.gr/.
Ismini Fabiatou