Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από την αποτυχημένη μου προσπάθεια να αποκτήσω ένα κλασσικό αυτοκίνητο και σαν πιο ώριμος πλέον, με δικά μου χρήματα στην τσέπη, αποφάσισα να ξαναδοκιμάσω.
Εδώ πρέπει να πω, ότι την προ internet εποχή, χωρίς μηχανές αναζήτησης, χωρίς πληροφορίες και χωρίς να ξέρεις τους κατάλληλους ανθρώπους, η αναζήτηση ενός πραγματικά παλιού αυτοκινήτου, φτιαγμένο πριν τη δεκαετία του 70 δηλαδή, ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη υπόθεση στην πατρίδα μας.
Οι πηγές γνώσης ήταν περιορισμένες στα αγγλικά περιοδικά Classic And Sportscar και Classic Car που έφερνε ο Σαμούχος και για τους πιο τολμηρούς οι επισκέψεις στις διοργανώσεις των Ευρωπαϊκών Club, με ένα κόστος που για την εποχή του ήταν τεράστιο.
Με όπλο αυτή την εξ αποστάσεως εκπαίδευση και με την εντύπωση πως μπορώ να τα καταφέρω, άρχισα να γυρίζω τις γειτονίες της Αθήνας με τη μηχανή ψάχνοντας για παρατημένα αυτοκίνητα.
Το μεγαλύτερό μου πρόβλημα ήταν πως στην πατρίδα μας, αυτό που λέμε αυτοκινητιστική κουλτούρα ήρθε πολύ αργά, κυρίως γιατί οι οικονομικές συνθήκες δεν το επέτρεψαν.
Την εποχή όπου στο εξωτερικό είχαν ήδη αρχίσει να συλλέγουν και να διασώζουν Austin, Frazer Nash, Rover, Wolseley, εμείς παλεύαμε να κρατήσουμε όρθια και με όποιον τρόπο τα παλιά Opel Olympia, Ford Taunus και μερικά αμερικάνικα πρώην ταξί, όχι για να τα θαυμάζουμε, αλλά γιατί ήταν τα μόνα εργαλεία μετακίνησης και δουλειάς που είχαμε.
Με αυτά τα δεδομένα λοιπόν και με ένα πολύ περιορισμένο πεδίο αναζήτησης, χωρίς να έχω κάποιο στάνταρ στο μυαλό μου, γύρναγα τους δρόμους όταν είχα χρόνο και σημείωνα διευθύνσεις που έβλεπα κάτι ενδιαφέρον.
Σιγά – Σιγά ανακάλυψα και τους υπόλοιπους “ερευνητές” (..όταν γυρίζεις βρίσκεις που λέν καθώς στις περιοχές που σύχναζα για αναζητήσεις έβλεπα συνέχεια μερικές φάτσες να χαζολογάνε σαν και του λόγου μου στους δρόμους.
Άλλος έψαχνε πολεμικές μοτοσυκλέτες, άλλος είχε εξειδίκευση στα αμερικάνικα, άλλος ήταν παλιατζής και έψαχνε οτιδήποτε είναι παρατημένο και έχει επάνω του σίδερο για πούλημα και σημείο κοινής συνάντησης ήταν το Μοναστηράκι, κάτω από τον ηλεκτρικό, στο Κυριακάτικο παζάρι.
Πολλές φορές δεν πουλούσαν μόνο αντικείμενα, αλλά αρκετά χρήματα άλλαζαν χέρια έστω και για μια πληροφορία ή μία διεύθυνση που ενδεχομένως οδηγούσε σε ένα παλιό αυτοκίνητο ή μοτοσυκλέτα.
Σε αυτό το περιβάλλον, και αφού είχα περάσει από τα μισά συνεργεία της Αθήνας, με κύριο πεδίο τον Βοτανικό (εκεί είχε πολύ ψωμί όπως έλεγε μια παλιοσειρά στο άθλημα) και τα φαναρτζίδικα του Περιστερίου (εκεί είχε πολλές πληροφορίες όπως έλεγε ο πιο μεγάλος από εμάς, που είχε το παρατσούκλι “Δάσκαλος”) στο τέλος βρέθηκα τυχαία σε ένα υπόγειο στη Μεταμόρφωση.
Δεν είχα βγει για κυνήγι, απλά πέρναγα απέξω και σταμάτησα όταν είδα παρκαρισμένες δύο περήφανες και γυαλιστερές Jaguar Mk1, μια άσπρη και μια πράσινη.
Δειλά – δειλά κατέβηκα τη ράμπα του συνεργείου και στο σκοτεινό υπόγειο, ένας ηλικιωμένος με φόρμα μηχανικού κοπάναγε συλλαβιστά ένα ρουλεμάν για να μπει σε έναν άξονα.
(Το συλλαβιστό κοπάνημα είναι αυτό που κοπανάς και βρίζεις ταυτόχρονα σε κάθε χτύπο, δηλαδή ΓΚΑΠ κα ΓΚΑΠ τα ΓΚΑΠ ρα ΓΚΑΠ με ΓΚΑ νο, ΓΚΑΠ μπες ΓΚΑΠ μη ΓΚΑ σου ΓΚΑΠ γ…., χτύπος και συλλαβή δηλαδή και δεν ξέρω αν πιάνει, αλλά έχω δει πολλούς μάστορες να το εφαρμόζουν).
Στάθηκα ευλαβικά πίσω από το μάστορα (είναι γνωστόν πως δεν ενοχλούμε τον Sensei όταν ασκεί την τέχνη του γιατί εκνευρίζεται) και περίμενα να τελειώσει.
Κάποια στιγμή το ρημάδι το ρουλεμάν πέρασε στον άξονα και ο μάστορας γύρισε να με κοιτάξει.
«Καλημέρα σας, είπα, είδα πως έξω έχετε δύο Jaguar και επειδή ψάχνω για…
-Δεν πουλιούνται, με έκοψε αμέσως ο μάστορας.
-Δεν θέλω αυτές, είπα εγώ, ψάχνω ένα παλιό αυτοκίνητο για να το επισκευάσω εγώ, κάτι παρατημένο…
-Και τι ξέρεις εσύ από παλιά, μου γύρισε ο μάστορας και ταυτόχρονα έπιασε ένα πακέτο καρέλια από την τσέπη της φόρμας.
Έβγαλε αργά ένα τσιγάρο, έναν αναπτήρα Ronson, αυτόν με V στο σασί και άναψε.
-Λοιπόν, τι ξέρεις εσύ από παλιά αυτοκίνητα; με ξαναρώτησε.
-Λίγα πράγματα, το απάντησα, αλλά μου αρέσουν και έχω όνειρο κάποια στιγμή να βρω ένα όμορφο να το φτιάξω και να το κρατήσω.
-Ξέρεις που πας να μπλέξεις αγόρι μου; με ξαναρώτησε…
Εκεί αποφάσισα να τα παίξω όλα για όλα και ότι κάτσει.
-Κοιτάξτε, όχι, δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι πως θέλω ένα παλιό, κατά προτίμηση Αγγλικό και κατά προτίμηση πριν το 70. Αλλά λεφτά για Jaguar δεν έχω. Ειδικά για τόσο τέλεια αυτοκίνητα όπως αυτά που έχετε έξω. (κομπλιμέντο για να τσιμπήσει).
Ο μάστορας, ας τον λέμε κυρ Μπάμπη πλέον, πήρε μια βαθιά τζούρα από το καρέλια, έπιασε ένα ποτηράκι που είχε δίπλα μάλλον με ρακί και το κατέβασε μονορούφι και μου έγνεψε, έλα μαζί.
Τον ακολούθησα μέχρι το πίσω μέρος του μαγαζιού του και εκεί στο μισοσκόταδο, είδα ένα Mini το 60. To όνειρό μου!
Το αυτοκίνητο που είχα Mactchbox από μικρό παιδί και ήταν πάντα στο κομοδίνο μου.
Πήγα πιο κοντά να το παρατηρήσω καλύτερα και ταυτόχρονα ο κυρ Μπάμπης, άναψε τα φώτα του υπογείου.
Έτσι όπως τρεμόπαιξαν οι λάμπες του φθορίου μέχρι να ανάψουν εντελώς και έτσι όπως το σκοτάδι και το φως εναλλάσσονταν για μερικά δευτερόλεπτα, νόμισα πως βρίσκομαι στον Παράδεισο και μπροστά μου αποκαλύπτεται ο Αρχάγγελος.
Προχώρησα πιο κοντά και έτριβα τα μάτια μου.
Ένα φρεσκοβαμμένο Mini, ολόκληρο και τελειωμένο.
Άνοιξα την πόρτα και κοίταξα μέσα, μύριζε μπογιά και διαλύτη. Τα καθίσματα ήταν σε άριστη κατάσταση, το τιμόνι του σωστό και το ταμπλουδάκι του καθαρισμένο και φρεσκαρισμένο με πεντακάθαρα τζαμάκια.
Στο κάθισμα του συνοδηγού, πλυμένες και γυαλιστερές οι πινακίδες του…
«Αυτό είναι αμάξι για εσένα», άκουσα από πίσω μου.
Ούτε να τρέχεις, ούτε να ψάχνεις, ούτε να ταλαιπωρείσαι. Έτοιμο και αν έχεις τα λεφτά, το παίρνεις και φεύγεις. Ούτε «Τσάνγκουαρ» (έτσι τις έλεγε τις Τζάγκουαρ με σίγμα), ούτε ρημάδια που κυκλοφορούν. Το παίρνεις και φεύγεις, ξαναείπε και τσακ, έσβησε τα φώτα και πήγε πάλι μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού, σημάδι πως έπρεπε εκείνη τη στιγμή εγώ η να φύγω ή να μείνω και να κάνω διαπραγμάτευση.
Αποφάσισα πως ήρθε η ώρα μου. Αυτή ήταν η στιγμή μου. Αμάξι έτοιμο, οικονομικό, σπορτιβικο, από μάστορα, τελειωμένο και κυρίως ένα αμάξι που είχα μάθει τα πάντα για αυτό από το Classic Car τα βράδια που διάβαζα ξανά και ξανά τα άρθρα.
Προχώρησα μπροστά και εγώ και τον πλησίασα.
-«Πείτε μου μερικά πράγματα για το Μίνι», τον ρώτησα.
-«Τι να σου πω παραπάνω, το πράμα μιλάει μόνο του», απάντησε και συνέχισε, «το έχει μια κυρία από τη Φιλοθέη, μεγάλη, το έφερε ο γιος της για μαζέματα, δεν ήθελε πολλά, αλλά το βάψαμε όλο γιατί έλεγε θα το κρατήσει. Έχω πισάρει πάτωμα απέ κάτω, έχω βάλει κετσέ από μέσα, η βαφή είναι ενός μηνός, το αμάξι δεν έχει σάπια και είναι ατρακαριστο. Δουλεμένο μόνο για ψώνια, αστέρι».
-«Και γιατί το πουλάει», ρώτησα γεμάτος περιέργεια αλλά και απόγνωση, καθώς μετά από αυτό το προξενιό, ήμουν έτοιμος να πάθω έμφραγμα από την τιμή που θα άκουγα.
-«Δεν οδηγάει πια η κυρία και ο γιος της είπε θα το κρατήσουνε να υπάρχει αλλά έχουνε και τις δύο Τσανγκουαρ (με σίγμα) απέξω και δεν χωράνε στο γκαράζι (με γιώτα). Αν είσαι σοβαρός και έχεις λεφτά, η πράσινη πουλιέται και αυτή».
Το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει, Φιλοθέη, κυρία, Τσάνγκουαρ (με σίγμα) δύο κιόλας, γκαράζι (με γιώτα), τι κελεπούρι βρήκα και ποιος καλός Άγιος έφερε τα βήματά μου σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο?
-«Δηλαδή μου λέτε πως το Μίνι, δεν θέλει τίποτα, ούτε μηχανολογικά»?
-«Το παίρνεις και φεύγεις», είπε ο κυρ Μπάμπης.
-«…. και πόσα το δίνει……». Ήταν η επόμενη δειλή ερώτηση…
Περίμενα να ακούσω το ποσό και η καρδιά μου κόντευε να σπάσει…
-«Εξακόσιες χιλιάδες δραχμές, είπε ο κυρ Μπάμπης και αν ενδιαφέρεσαι, να το κουβεντιάσουμε σήμερα γιατί θα έρθει ένας που περιμένω να το δεί για να το πάρει».
-«Ενδιαφέρομαι, κυρ Μπάμπη μου, ενδιαφέρομαι, πες ότι το έκλεισα, αλλά δώσε μου το τηλέφωνό σου, να πάω σπίτι να κανονίσω τα λεφτά, να φέρω και τον πατέρα μου να ρίξει μια ματιά, να το πάμε και σε έναν μηχανικό να μας πει μια γνώμη»…
Το αμάξι δεν έχει να πάει πουθενά, δεν θα το τρέχω εγώ γύρω γύρω να το μαγαρίζουνε, φέρε εδώ όποιον θες αλλά το αμάξι δεν κουνιέται.
Υπέκυψα… όχι απλά υπέκυψα, έπεσα στα γόνατα… Εντάξει κυρ Μπάμπη, αύριο το πρωί να έρθουμε να το δούμε και να το κλείσουμε?
-Ελάτε….
Και έτσι έφυγα σφεντόνα, πήγα σπίτι, περίμενα να έρθει ο πατέρας μου, συζητήσαμε, τσακωθήκαμε, τα βρήκαμε, συμφωνήσαμε, αποφασίσαμε και μας πήρε η νύχτα, όπου εγώ έμεινα άγρυπνος να περιμένω την επόμενη μέρα που θα έκανα το όνειρό μου πραγματικότητα.
Το επόμενο πρωί, με τη σιγουριά του πατέρα μου πλάι μου, πήγαμε στον κυρ Μπάμπη, σηκώσαμε το Mini στο αναβατόριο, είδαμε το φρέσκο πισάρισμα από κάτω, σηκώσαμε τις ταπετσαρίες και είδαμε τον φρέσκο κετσέ που είχε βάλει κολλητές ο μερακλής για μόνωση, κοιτάξαμε θόλους, κοιτάξαμε ουρανό, το βάλαμε μπροστά και πήρε (με λίγο ψηλό ρελαντί είναι η αλήθεια, αλλά δε βαριέσαι) το κάναμε και μια βόλτα το τετράγωνο και συμφωνήσαμε.
Δώσαμε τα χέρια και ρωτήσαμε για τη μεταβίβαση πως θα την κάνουμε και πως θα γίνει με τον γιό της κυρίας από τη Φιλοθέη με τις δύο Τσάνκγουαρ (με σίγμα, που όμως είχαν φύγει από το μαγαζί πλέον) να μας περάσει το αμάξι στο όνομά μας.
-«Έχω εγώ εξουσιοδότηση» μας είπε ο μάστορας, αυτός δεν ασχολείται με αυτά και με μια μεγάλη ομολογουμένως ευκολία, πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα κάναμε και εμείς μια ακόμα στον κυρ Μπάμπη, δώσαμε και τα μισά λεφτά και φύγαμε περιμένοντας να πάρουμε το αμάξι στο όνομα μας.
Στο γυρισμό, ο πατέρας μου δεν πολυμίλαγε…
Τον ρώτησα γιατί δεν μοιράζεται τον ενθουσιασμό μου και μου απάντησε πως κάτι δεν του αρέσει, αλλά όπως και να έχει, αφού το ήθελα το αμάξι, ότι και να είναι, ας προχωρήσουμε και βλέπουμε…
Το Mini, το χάρηκα ακριβώς μία εβδομάδα.
Από την πρώτη στιγμή είχε ένα πρόβλημα στην τροφοδοσία, ξεκίναγε με ψηλό ρελαντί και μπέρδευε στο τέρμα γκάζι σε σημείο που έσβηνε όταν ήταν ζεστό, αλλά δεν με τρόμαξε γιατί ήξερα πως ότι και να έχει το καρμπυρατέρ, είτε με επισκευή είτε με αλλαγή, φτιάχνει.
Έτσι μετά από μερικές σύντομες βόλτες, βρέθηκα στο Πολύγωνο σε έναν μάστορα που είχε το περίφημο “ραντάρ”, έναν αναλυτή καυσαερίων δηλαδή, καταλήξαμε πως είναι φαγωμένη η πεταλούδα και πως το αυτοκίνητο φοράει λάθος ζιγκλέρ, οπότε καλό ήταν να προβούμε σε αγορά ενός νέου συστήματος τροφοδοσίας να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο.
Έφυγα από τον περιφερειακό και στην ανηφόρα προς Ψυχικό, εκείνη την καταραμένη αριστερή στροφή που επάνω της είναι τα φανατζίδικά, έχασα εντελώς το τιμόνι.
Χωρίς να κάνω τίποτα λάθος αντί να στρίψω αριστερά, πήγα όλο ίσια και έσκασα επάνω στο κράσπεδο, που μάζεψε όλη τη μούρη του αυτοκινήτου προς τα μέσα.
Βγήκα, σαστισμένος και σχεδόν έτοιμος να βάλω τα κλάματα, κοίταξα το αυτοκίνητο και δεν ήξερα τι να κάνω…
Απο το φαναρτζίδικο που παραλίγο να μπω μέσα με χίλια, είχαν βγει τα μαστόρια και κοιτάγανε μια εμένα και μια το αμάξι.
Είσαι καλά, όλα εντάξει, ναι καλά είμαι, το αμάξι το τσάκισα, μη σε νοιάζει όλα φτιάχνουνε….
Τι να φτιάξω… μια εβδομάδα το είχα και τι να πρωτομαζέψω πλέον έτσι που το έκανα,
Σε μια στιγμιαία απόφαση, μίλησα με τον άνθρωπο που είχε το συνεργείο, καλή του ώρα, του είπα να το πάρει μέσα και να μου κάνει μια εκτίμηση για την επισκευή του.
Πήρα ένα ταξί και γύρισα σπίτι, που είχαμε τα γνωστά που συμβαίνουν μετά από κάθε τρακάρισμα και καταλήξαμε πάλι στο ευτυχώς που είμαι καλά και κάπου εκεί τελείωσε αυτή η μέρα για να ξημερώσει η επόμενη που ήταν και το τέλος του μίνι.
Το σταθερό τηλέφωνο (προ κινητού εποχή γαρ) χτύπησε και ήταν ο μάστορας που μου ζήτησε να πάω από εκεί για να μιλήσουμε. Τον ρώτησα τι βλέπει, πως είναι η κατάσταση και η απάντηση ήταν «έλα από εδώ».
Πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου στη δουλειά, γιατί κατάλαβα πως το πράγμα δεν πάει καλά…
Δώσαμε ραντεβού στον μάστορα και μπήκαμε μέσα με μεγάλη περιέργεια να δούμε τι ζημιά έχω κάνει…
Εκεί πλέον, ένας διστακτικός επαγγελματίας, μας ρώτησε πόσο πήραμε το αμάξι, αν το κοιτάξαμε, πόσο θέλουμε να ασχοληθούμε με αυτό και πόσα είμαστε έτοιμοι να δώσουμε.
Δεν καταλαβαίναμε τι μας λέει, ένα αμάξι φρέσκο, ένα αμάξι που πήραμε από φαναρτζή, μέχρι που άρχισε να μας εξηγεί, να μας εξηγεί, να μας εξηγεί και κάποια στιγμή ακούω τον πατέρα μου να λέει:
-«Πόσα θέλεις να το γδύσεις? Εντελώς. Να γίνει μέταλλο. Να καταλάβω τι μας λες».
Ο μάστορας είπε μια τιμή, ο πατέρας μου είπε προχώρα, φύγαμε αμίλητοι για το σπίτι και πέντε μέρες μετά, είχαμε το τηλέφωνο που περιμέναμε.
Φτάσαμε στο Πολύγωνο και εκεί είδαμε πως το πισάρισμα μπήκε για να κρύψει τη σαπίλα από κάτω, ο κετσές μπήκε για να κρύψει τη σαπίλα από πάνω, το βάψιμο έγινε γιατί όλο το αμάξι ήταν παντού στοκαρισμένο για να γλυτώσει ο μάστορας το σφυρηλάτημα και επιπλέον η οροφή ήταν κολλημένη με πόντες και τριμμένη για να περάσει από πάνω η μπογιά και να μην δείχνει!
-«Το αμάξι αυτό έχει τουμπάρει μας είπε ο μάστορας. Και όχι μόνο έχει τουμπάρει, αλλά έχει πάρει και παντού».
Κοίταξε τον πατέρα μου και συνέχισε, και ο μικρός δεν φταίει. Το αμάξι έκοψε θόλο, δεν έγινε αυτό από το τρακάρισμα.
Και έξυσε με ένα κατσαβίδι την περιοχή τρυπώντας τις μπογιές και φανέρωσε τις σκουριές που είχε από κάτω.
Το αμάξι δεν το φτιάξαμε ποτέ, το κρατήσαμε έτσι και τελικά πήγε στην πρέσα με το μέτρο της απόσυρσης.
Ούτε στον κυρ Μπάμπη πήγαμε, ούτε καν το συζητήσαμε.
Καταλάβαμε και οι δύο πως την πατήσαμε και εκεί τελείωσε η ιστορία αυτή με μια τεράστια χασούρα από εμένα- και ένα ακόμη μεγάλο μάθημα…
Autoholix Team