Ναι, το ξέρω, όλοι είμαστε Αθηναίοι, σίγουρα εδώ γεννηθήκαμε, εδώ (λέμε ότι) είναι οι ρίζες μας. Πού και πού, όμως, κάποιος ξεφεύγει από τον κανόνα και κατάγεται από κάποιο χωριό της Ελλάδας, όπως π.χ. από τον Λογκανίκο, ένα μικρό χωριό πάνω στον Ταΰγετο. Αδιάφορο χωριό, με όχι ιδιαίτερα εύηχο όνομα, αλλά κτισμένο σε μαγευτικό περιβάλλον, με καστανιές και νερά και, κάτω στον κάμπο, εκεί που περνάει ο Ευρώτας, τα κτήματα του παππού…
……….
Γυρνάμε στο 1986, όταν όλα αυτά μου είναι παντελώς αδιάφορα, γιατί είμαι εικοσάχρονος φοιτητής που μόλις τέλειωσε τις εξετάσεις του Φεβρουαρίου και το μόνο που δεν με απασχολεί είναι τα κτήματα σε ένα χωριό που έχω επισκεφθεί μια φορά στην ζωή μου και απέχει κανά πεντάωρο από το κρεβάτι μου… Μέχρι που μπουκάρει στο δωμάτιό μου ο πατέρας μου για να μου πει ότι θεωρεί πως είναι καλή ιδέα να πάω να δω πού είναι τα κτήματά μας στο Λογκανίκο, πριν ο τοπικός μπάρμπας που τα γνωρίζει ξεκινήσει για να συναντήσει τον παππού στα ουράνια και δεν μάθουμε ποτέ πού ήταν η περίφημη περιουσία.
Στο Λογκανίκο είχε γεννηθεί ο παππούς μου το 1890 και τα τρία αδέλφια του, ο μπάρμπα-γιατρός, ο μπάρμπα-δάσκαλος και ο μπάρμπα-Σπύρος. Ο παππούς ήταν απλώς «δικηγόρος», ίσως γιατί ο δικηγόρος δεν νοείται να είναι «μπάρμπα-δικηγόρος». Όπως καταλαβαίνετε, ο μπάρμπα-Σπύρος ήταν μπάρμπα-«σκέτος» (αφού δεν υπάρχει μπάρμπα-αγρότης) και είχε μείνει στο χωριό, καλλιεργώντας και επεκτείνοντάς την περιουσία του, ενδεχομένως προσθέτοντας στα δικά του κτήματα και κάποια κομμάτια από τα κτήματα των αδελφών του, την ύπαρξη των οποίων ποτέ δεν έμαθαν οι κληρονόμοι των αδελφών του.
[Ο προπάππους… από το blog του Λογκανίκου. Άρα ο γιος του, ο μπάρμπα-Σπύρος ήταν «ισχυρός άνδρας που άσκησε εξουσία στο χωριό» (!!!)- όχι παίζουμε… Μα ποιος το σκέφτηκε αυτό;]
Φυσικά, στα είκοσί μου, η ιδέα να δω κτήματα στο χωριό μόνο ενδιαφέρουσα δεν μου φαινόταν, αλλά το να πάω μία ακόμη εκδρομή παρουσιαζόταν ως εξαιρετική ευκαιρία – και το ίδιο καλή φάνηκε και στον κολλητό μου, διευθυντή του αυτοκινητιστικού μου γραφείου και σύντροφο στις οδηγικές ακολασίες, ο οποίος κλήθηκε να με συντροφεύσει στην αποστολή.
Έτσι, οι λεπτομέρειες του εγχειρήματος ρυθμίστηκαν γρήγορα, πήρα το κλειδί του σπιτιού από τις κόρες του μπάρμπα-δάσκαλου (ήταν ανακαινισμένο και «ανθρώπινο») και φορτωθήκαμε στο άγριο άτι μου για το ταξίδι.
Το δε άτι δεν το έλεγες και απολύτως κατάλληλο για την κατόπτευση της κτηματικής περιουσίας: ένα Fiat 127 sport του 1980, χαμηλό και σκληρό.
Όπως οι πιο παλιοί γνωρίζετε, το Fiat 127 sport βασιζόταν στο αμάξωμα της δεύτερης γενιάς 127, φορούσε τον «βραζιλιάνικο» κινητήρα των 1.050 κ.ε. και 70 ίππων (με ΕΕΚ, ενώ αυτός του Abarth τον είχε στο πλάι), ήταν σβέλτο, είχε πιο σκληρές αναρτήσεις, αντιστρεπτική, διάφορα εμφανισιακά καλούδια και πιο σπορτίφ εσωτερικό, αλλά ποιότητα Fiat της εποχής εκείνης.
Τέλος είχε και την κακή συνήθεια, αν άφηνες το γκάζι μέσα στην στροφή για να αντιμετωπίσεις την υποστροφή, να σε δαγκώνει η ουρά του και να σε οδηγεί κατευθείαν στον φαναρτζή.
Το μαγευτικό Λογκανίκο απέχει κάπου 35 χιλιόμετρα από την Σπάρτη πάνω στον Ταΰγετο (σήμερα το προσεγγίζεις μέσω του νέου Αυτοκινητόδρομου Τριπόλεως-Σπάρτης, με έξοδο για το χωριό).
Το ταξίδι προς την Σπάρτη, όπως και κάθε ταξίδι με το 127 sport σε Εθνική Οδό, έγινε μέσα σε μία πανδαισία θορύβων: η έλλειψη 5ης σχέσης, σε συνδυασμό με τις εξαιρετικά κοντές τέσσερις σχέσεις, την μόνωση της εποχής και την απουσία παπά (τον είχε αντικαταστήσει ένα φιλτροκούτι Colombo) καθιστούσε την προσπάθεια συζήτησης με τον συνοδηγό ανώφελη, πολλώ δε μάλλον που όλα αυτά γίνονταν σε σχετικά υψηλές ταχύτητες.
Τα δε κατεβάσματα σχέσης ισοδυναμούσαν με σφυριές στο κεφάλι του συνοδηγού…
Με δεδομένο, όμως, ότι την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν αυτοκινητόδρομοι, ενώ η μόνη βελτίωση από τα παιδικά μου χρόνια ήταν η παράκαμψη του χωριού Αχλαδόκαμπος με έναν πιο σύγχρονο κατηφορικό δρόμο προς Τρίπολη, το ταξίδι είχε οδηγικό ενδιαφέρον.
Ιδιαίτερα μετά την διώρυγα, από τα Δερβενάκια, όπως και στο τμήμα του Κωλοσούρτη, αλλά και μετά, το ζωντανό και σβέλτο 127 ήταν οδηγικά πολύ ευχάριστο για την μουγκή και κουφή παρέα μας.
Φτάσαμε, ανοίξαμε το σπίτι του μπάρμπα-δάσκαλου, το αερίσαμε και κινήσαμε για τον μπάρμπα-Σπύρο…
-Τι ;;;;!!! (οι φωνές ακούστηκαν ως την Αθήνα). Θα μείνετε στα κορίτσια;;;; Αυτό ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ!!!
Κλείσαμε το σπίτι του μπάρμπα-δάσκαλου…
Στο σπίτι του μπάρμπα-Σπύρου, η θειά-Σπύραινα (προφανώς κανείς ποτέ δεν έμαθε το κανονικό όνομά της) είχε στρώσει φλοκάτες χωρίς σεντόνια στα κρεβάτια στο θεόκλειστο και καταπαγωμένο ανώι – ευτυχώς είχαμε υπνόσακκους.
Οι μπαρμπάδες έμεναν στο κατώι, έναν πνιγηρό, ενιαίο χώρο καθιστικού/κουζίνας/υπνοδωματίου με στόφα η οποία ζέσταινε τον χώρο και στην οποία μαγείρευαν. Τουαλέτα, πού αλλού…;
Αφού μας φίλεψαν λίγο σκληρό αλανιάρικο κοτοπουλάκι, φύγαμε για τα κτήματα κάτω στον κάμπο. Με πολλή προσοχή το Fiat βρήκε μόνον λίγες φορές στο χωμάτινο ναρκοπέδιο που υποδυόταν τον δρόμο προς τον κάμπο.
Ο δε κάμπος ήταν ένας πραγματικός παράδεισος. Ο Ευρώτας, οι πηγές του οποίου ήταν λίγο παραπάνω, περνούσε με ορμή από το κτήμα, η φύση ήταν πανέμορφη, τα ερείπια του οικογενειακού νερόμυλου ενδιαφέροντα και, τελικά, κάτι καταλάβαμε από τα κτήματα, αν και τα όρια δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε σαφή: «Να, ως εκείνη την γκορτσιά και, πέρα, ως εκείνη την πέτρα. Αλλά αυτό το δέντρο στην μέση του κτήματος δεν είναι δικό σου, είναι του γείτονα».
[ο κάμπος ήταν ένας παράδεισος]
Και ξαφνικά, ξεσπάει ο κατακλυσμός. Ο μεν μπάρμπας ήταν all weather με ανοικτό σακάκι και πουκάμισο, εμείς προσπαθούσαμε να κάνουμε τους ψύχραιμους με τα αδιάβροχα της εποχής.
Η πρότασή μας να προφυλαχτούμε για λίγο στο καλυβάκι απερρίφθη κοφτά: «Μπα, σιγά την βροχή». Εμ, βέβαια, την ομπρέλα που του δώσαμε την χρησιμοποιούσε για να ανοίγει δρόμο στα βάτα (πάει η ομπρέλα…). Μέσα σε λίγα λεπτά το τοπίο μεταμορφώθηκε, αλλά, κυρίως, μεταμορφώθηκε ο δρόμος. Από απλό ναρκοπέδιο, έγινε λασπωμένο ναρκοπέδιο με νερόλακκους έτοιμους να καταπιούν το τρομαγμένο 127.
Έτσι, στην πρώτη χαώδη λακκούβα:
-Μπάρμπα, έχει άλλο δρόμο;
-Μπα, δεν έχει.
Κατεβαίνουν μπάρμπας και φίλος για να ελαφρύνει το SUV και ξεκινώ κάπως σβέλτα για να μην κολλήσουν τα MXV2 στην λάσπη.
Σπλατς, γκαπ-γκουπ, κρατς, ωχ …. πέρασα.
Damage assessment: λίγο στραβό σπόιλερ, λίγο πιο θορυβώδης εξάτμιση, … κυρίως: πάνε περίπατο δευτέρα, τετάρτη και όπισθεν.
-(μπάρμπας) Α, τώρα που το θυμήθηκα, είχε δρόμο γύρω-γύρω, αλλά πού να τρέχουμε…
Γυρνώντας, φάγαμε (ξανά) λίγο σκληρό κοτοπουλάκι (κρύο πλέον)…
Το βραδάκι, αφού αποφύγαμε το κοτοπουλάκι που μας πρόσφεραν, κατηφορίζουμε δειλά-δειλά στην Σπάρτη για να βρούμε μηχανικό. Σιγά μην μας περίμενε το σαββατόβραδο. Όμως, κλείσαμε μέσω Σπαρτιάτη ξαδέλφου ραντεβού για την επομένη το πρωί.
Η συνέχεια σε μπαρ στην Σπάρτη. Το μπαρ άδειο, αλλά όλα τα τραπέζια ρεζερβέ. Γυναίκα ούτε για δείγμα. Στην ερώτηση γιατί είναι ρεζερβέ τα τραπέζια αφού το μαγαζί είναι άδειο, η απάντηση ήταν … για να μην κάθονται φαντάροι.
Α ρε Ελλάδα του 80…
Την επόμενη μέρα, πρωινή έγερση, ευγενική άρνηση να πιούμε καφέ με λίγο χθεσινό-σκληρό-στεγνό-αλανιάρικο κοτοπουλάκι (πρωί-πρωί!) και ροβολάμε τον δρόμο για Σπάρτη – και με λίγη βοήθεια από την ΕΛΠΑ γιατί λίγο-λίγο και οι άλλες σχέσεις του κιβωτίου διαχώρισαν την θέση τους από την κοινή προσπάθεια.
Ο άγιος άνθρωπος (ο μηχανικός) πασπάτευσε από κάτω και μας έδωσε ξανά όλες τις σχέσεις (όχι και πολύ σίγουρες για τον εαυτό τους).
-Λοιπόν παιδιά, σιγά-σιγά και με προσοχή να γυρίσετε στην Αθήνα.
-Μα, ναι, φυσικά.
Πώς το είπε; Ε, αντί να στρίψουμε βόρεια, στρίβουμε νότια προς Γύθειο. Αφού φωτογραφίζουμε το ταλαίπωρο όχημά μας μπροστά στην Κρανάη, συνεχίζουμε για Μάνη.
Η Μάνη τον Φεβρουάριο είναι μαγεία γιατί δεν έχει τον σκληρό καλοκαιρινό ήλιο και τα σύννεφα την χρωματίζουν όμορφα. Αν προσθέσετε ότι πριν από 37 χρόνια, ήταν και αρκετά έρημη, ήταν ένας παράδεισος – είχε και άσφαλτο με καλή πρόσφυση στους άδειους δρόμους της = διπλός παράδεισος.
………..
Στην Αθήνα φτάσαμε αργά το βράδυ, άνετα και σβέλτα – τίποτα δεν μας πτόησε, ούτε καν η άθλια κατάσταση του ξεχαρβαλωμένου πλέον κιβωτίου ταχυτήτων.
Πριν πέσει για ύπνο, ο πατέρας μου με ρώτησε αν είχε βενζίνη το Fiat για να φτάσει στο γραφείο του (την περίοδο εκείνη είχαμε δακτύλιο και χρησιμοποιούσε το Fiat και αυτός).
Η ερώτηση φυσικά προφανής, είχε συνηθίσει να του λέω να βάλει βενζίνη στην γωνία γιατί αλλιώς δεν θα έφτανε στο κέντρο…
-Μα, βέβαια, και έχει βενζίνη. Ε…, μόνον προσοχή μην λερωθείς. Ε…. και προσεκτικά, κάτι έχει το αυτοκίνητο…
Δεν πήγε μακριά. Η εξάτμιση κόπηκε λίγο πιο κάτω μέσα σε εκκωφαντικό θόρυβο.
………
Το 2005 πήγα ξανά στον Λογκανίκο. Χωρίς τον μπάρμπα-Σπύρο πια, αλλά και χωρίς το Fiat.
.