Το ταξίδι στο «χωριό» ήταν πάντα μια μοναδική εμπειρία για εμένα. Μια διαδρομή που μέσα σε έξι ώρες γέμιζε το μυαλό μου εικόνες, μυρωδιές, αγάπη και απίστευτη γλυκιά κούραση.
Από τότε που έχω μνήμες, η προετοιμασία για όλη την οικογένεια ξεκινάτε πάντα την προηγούμενη μέρα το απόγευμα.
Πάντα στη μέση της εβδομάδας για να μην έχει κίνηση ο δρόμος.
Πάντα όλοι μαζί παρέα στο δρόμο και πάντα με μια απίστευτη διάθεση για περιπέτεια.
Το πρωί της αναχώρησης, πολύ νωρίς, πριν ξημερώσει, θυμάμαι τα χεριά του πατερά μου να με σηκώνουν από το κρεβάτι και αγκαλιά να με βάζει ξάπλα στο πίσω κάθισμα τυλιγμένο σε ένα καφέ εκδρομικό κουβαράκι, απαίτηση της μητέρας μου, «για να μην κρυώσει».
Η πρώτη μυρωδιά του ταξιδιού ήταν η eau sauvage και η δροσιά του αέρα από το μπροστινό παράθυρο. Έτσι ξεκινά η ευτυχία εκείνες τις μέρες.
Η πρώτη εικόνα, ήταν ο Ήλιος που έβγαινε σιγά σιγά όταν φτάναμε στην Κινέττα. Αν ήμουν τυχερός και ξύπνιος μπορεί να προλάβαινα να δω και τις φωτιές από τα φουγάρα στα διυλιστήρια.
Τα «ραλιγκια» των δράκων τα έλεγα, γιατί η μητέρα μου μια φορά μου είχε δείξει τον σκύλο με τα έξι πόδια της Agip λέγοντας μου πως αυτός ο δρακός ζει στο εργοστάσιο που βλέπω και αυτές οι φωτιές βγαίνουν από το λαρύγγι του. Τα «ραλιγκια» ήταν και το ξύπνημα όλων των αισθήσεων. Άνοιγα τα ματιά μου και έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος στο πίσω κάθισμα, η πρώτη εικόνα ήταν ο περήφανος νικελένιος λεβιές στο κέντρο της κονσόλας.
Από πάνω του το ξύλινο χερούλι φαγωμένο από τη βέρα και τη μάχη του πατέρα μου με τις ταχύτητες. Λίγο παραπάνω το ραδιόφωνο με τα δυο κουμπιά του δεξιά αριστερά και τα πλήκτρα από κάτω ήταν μια χαμογελαστή φατσούλα, ο κύριος «γαργάρας» επειδή μετά την Κόρινθο το μόνο που έπιανε ήταν παράσιτα σαν να κάνει κάποιος γαργάρες με νερό.
«Ξύπνησε» ακουγόταν από μπροστά και το πρώτο πράγμα που έφτανε διπλά μου ήταν το χάδι της μητέρας μου και ένα πλαστικό ποτηράκι από θερμός γεμάτο πορτοκαλάδα. Καθόμουν εκεί στο πίσω κάθισμα, τα πόδια να μην φτάνουν κάτω, με το κυπελάκι στα χέρια και χάζευα έξω από το παράθυρο το δρόμο περιμένοντας πότε θα αρχίσει το πραγματικό ταξίδι. Αυτό που περίμενα με πραγματική λαχταρά.
Την πρώτη στροφή του «Κωλοσούρτη» την είχα μάθει απέξω. Την καταλάβαινα από το κατέβασμα της ταχύτητας στο αυτοκίνητο. Κλακ, η βέρα στο ξύλο, τα «διπλά» να καθαρίζουν τις αρτηρίες τους, η εξάτμιση να κροταλίζει με ένα βαθύ σκάσιμο στο πάτημα του συμπλέκτη.
«Μπαμπά θα τους περάσουμε όλους, εντάξει;»
«Εντάξει».
Η φρίκη της μητέρας μου και το λούνα παρκ το δικό μου. Δυο ήταν οι κορυφώσεις της χαράς σε εκείνο το δρόμο. Η δεξιά που είχε το εκκλησάκι και το «φυλάκιο».
Η δεξιά με το εκκλησάκι, ήταν μια ανηφορική κλειστεί για τελειωμένη δεύτερα, κατόπιν μια τρίτη σε ανηφορική ευθεία, δεύτερα ξανά για αριστερή κλειστεί και αφήκα για δεξιά κατηφόρα και τρίτη για δεύτερα τελειωμένη και δεξιά-αριστερή ανηφόρα.
Τρελαινόμουν στα γέλια και τη χαρά όπως το αυτοκίνητο τερμάτιζε τις αναρτήσεις, τα λάστιχα έτριζαν και τα «ραλυγκια» της μηχανής ρούφηξαν τον αέρα.
Αν το εκκλησάκι ήταν το τραινάκι του τρόμου, το «φυλάκιο» ήταν η σφεντονά που σε εκτοξεύει.
Στην ανηφόρα πριν τη δεξιά, το έβλεπες να ξεπετάγεται από το βράχο.
Μόλις φανέρωνε όλο τον όγκο του, η βέρα στο λεβιέ ανέβαζε την τρίτη και ξεκινάτε η μεθυστική επιτάχυνση.
Έβλεπα το στροφόμετρο να μπαίνει στα κόκκινα και περίμενα την ομοβροντία στο πάτημα του συμπλέκτη. Το κροτάλισμα κρατούσε μέχρι να κουμπώσει η τέταρτη και τότε ήταν που φώναζα «πάτα γκάζι μπαμπά».
Ήταν μια επική στιγμή, ακριβώς όπως το Rondo Finale της 5ης του Μάλερ, με τη μόνη διαφορά ότι το τέλος δεν έρχονταν σε ένα κρεσέντο από κρουστά και πνευστά, αλλά από ένα επιτακτικό «Κώστα» της μητέρας μου, συνοδευόμενο από ένα ακόμα πιο αδιαπραγμάτευτο «σε παρακαλώ πολύ».
Το μυστικό μας σύνθημα με τον πατέρα μου ήταν η «ξερογκαζιά».
Έκοβε και ανάμεσα στο κατέβασμα της τρίτης από τέταρτη έσκαγε μια ξερή «για εμένα» σημάδι πως το έργο συνεχίζεται αργότερα.
Και συνεχιζόταν, στη Μακρυναρα, στο Δαφνί, στις Κροκεές και τέλος στην βαρετή ευθεία των Μολάων, στον μεγάλο κάμπο που σηματοδοτούσε και την άφιξη στον προορισμό μας, οπού αφού γινόταν το ξεφόρτωμα, εγώ θα πέρναγα τουλάχιστον μίση ώρα σε έκσταση από το ταξίδι ακούγοντας τη μητέρα μου να λέει στη γιαγιά μου, τα έντερα μας έβγαλε πάλι ο Κώστας και αυτός ο μικρός πως δεν ζαλίζεται πότε, δεν το καταλαβαίνω…
Autoholix Team